Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

Θέλω να μείνω μόνος... (Απώλεια: 29 χρόνια μετά...)


 Αρχή καλοκαιριού ήταν, κοντά στο τέλος της η σχολική χρονιά. Κάναμε κοπάνα με τον Θάνο και πήγαμε για μπάνιο στην Αμνισό. Απογευματινοί ήμασταν, πού όρεξη για μάθημα μέσα στη ζέστη, τα μαθήματα τα είχαμε σχεδόν περάσει, εξετάσεις ξεκινούσαν και κουτσά-στραβά θα την μπαλώναμε πάλι. Οι υπόλοιποι δηλαδή θα την μπαλώνανε γιατί εγώ την είχα ήδη μπαλωμένη, μια "ντροπή" που προσπαθούσα επιμελώς να κρύψω για να μην μου βγει η ρετσινιά του "φύτουκλα", του "ρουφιάνου" και όλων εκείνων των υποκοριστικών που ακολουθούσαν τους μαθητές που εν πάσει περιπτώσει, τα κατάφερναν καλύτερα από τους υπόλοιπους στο σχολείο μου, το 3ο ΤΕΛ Ηρακλείου.

Η παραλία στην Αμνισό δεν ήταν όπως είναι σήμερα, δεν ήταν οργανωμένη, δεν είχε ομπρέλες και καθίσματα, έπαιρνες μια πετσέτα και την παρέα σου και τα είχες όλα. Μια ταβέρνα ήταν πάνω στο κύμα που λειτουργούσε μόνο το κατακαλόκαιρο και άνοιγε τα απογεύματα, "τρυπητούς" καφέδες και ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό παίρναμε, τσιγάρα, άντε και κανένα κρουασάν αν μας έφταναν τα λεφτά μας και καθόμασταν μέχρι να μας τελειώσει η όρεξη, κανείς δεν μας αναζητούσε, τα κινητά ήταν τόσο σπάνιο είδος όσο είναι η ηρεμία σήμερα.
Καθώς αφήναμε τη μηχανή του Θάνου δίπλα στην άμμο, είδαμε τον Λευτέρη να παρκάρει καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα. Για την ακρίβεια, δεν το είδαμε. Τον ακούσαμε. Έχω ξαναγράψει ότι η Yamaha του Λευτέρη ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητη! Η εξάτμισή της δεν είχε κανένα από τα διαφράγματά της και από ό,που περνούσε τα κεφάλια γύριζαν, οι πιο ηλικιωμένοι τον έβριζαν, οι πιτσιρικάδες τον κοιτούσαν με θαυμασμό! Κατέβηκε από την μηχανή, φορούσε τζην και λευκό μπλουζάκι, περπατούσε προς τη θάλασσα. Ο Θάνος μου έκανε νόημα να μην του μιλήσω για να του κάνουμε έκπληξη.
Τον πλησιάσαμε, κάτι του είπε ο Θάνος, γύρισε μας κοίταξε και μας χαιρέτισε. Κάτι, κάτι είχε το βλέμμα του, δεν ήταν σαν τις άλλες φορές, δεν χαμογελούσε, δεν έκανε πλάκα, απλά έμεινε με το μαγιό και μπήκε στη θάλασσα. Τον ακολουθήσαμε.
Δεν έμαθα ποτέ τί τον απασχολούσε εκείνο το απόγευμα, ένα χρόνο πριν την κακιά την ώρα ήταν πάντως.
Μόνο, όταν μείναμε οι δυο μας για λίγες στιγμές καθώς ο Θάνος είχε μπει ξανά στο νερό, στράφηκε και μου είπε, σαν σε τόνο παραπονιάρικο.
"-Δεν μπορώ να μείνω μόνος ρε φίλε, ό,που κι αν πάω κάποιος με ακολουθεί..."
Ένοιωσα άσχημα.
Το κατάλαβε.
"-Δεν το λέω για σένα ρε φίλε. Δεν το λέω για σας..."
Ο Λευτέρης όντως δεν μπορούσε να μείνει μόνος, δεν τον άφηναν να μείνει μόνος. Ήταν τόσο αγαπητός, τόσο εξωστρεφής που ό,που κι αν βρισκόταν γύρω του μαζευόταν κόσμος, σαν ένας όχλος λες, κλοιός που δεν του άφηνε ανάσα κι όμως δεν το έδειξε ποτέ, παρά μόνο εκείνο το απόγευμα.
Και όντως δεν το είπε για μένα, δεν το είπε για μας. Εμένα με αγαπούσε όπως αγαπούσε και τον Θάνο, τον Γιώργο, τον Βαγγέλη και τον Μήτσο, για αυτό έμεινε δίπλα μας μέχρι την κακιά την ώρα, ενώ θα μπορούσε να είναι με οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο στον κόσμο.
Θυμάμαι είχαν έρθει όλοι ένα βράδυ στο σπίτι μου, σπάνιο για μένα να έχω φίλους στο πατρικό μου. Οι γονείς μου δεν άφηναν περιθώριο για συναναστροφές, αυτός ήταν και ο λόγος που όταν "πάτησα" στα πόδια μου, δεν ξαναπάτησα στο πατρικό μου σπίτι.
Είχαν έρθει όλοι λοιπόν, χειμώνας ήταν, σταμάτησαν όλα τα μηχανάκια απέξω και χωθήκαμε στο παλιό σαλόνι. Οι γονείς μου συμπαθούσαν μόνο τον Γιώργο, εξαιτίας της γνωριμίας του πατέρα μου με την μαμά του, για τους άλλους ούτε λόγος, με μισό μάτι τους κοιτούσαν, μόνο τον Θάνο υπέμεναν κι αυτό επειδή τους τον είχα επιβάλλει με τον τρόπο μου.
Όση ώρα καθόμασταν και σαχλαμαρίζαμε, η μάνα μου έμπαινε κι έβγαινε, φοβόταν μην τυχόν και συμβεί κάτι, ο,τιδήποτε και ξεφύγει της αντίληψής της! Η ανάσα μας κοβόταν όταν άνοιγε ο πόρτα, ούτε λόγος για τσιγάρο και ποτό, κέρβερος στεκόταν η κυρα Φωτεινή πίσω από την πόρτα.
Μόνο ο Λευτέρης. Μόνο εκείνος την κοιτούσε με θάρρος, μόνο εκείνος δεν χαμήλωνε το βλέμμα του όταν εκείνη προσπαθούσε να επιβάλλει την παρουσία της στον χώρο και τις ζωές μας. 
Θάρρος το λέω εγώ, θράσος το ονόμαζε εκείνη. Δεν ήθελε ούτε στα μάτια της να τον βλέπει, μου το είπε κατάμουτρα εκείνο το απόγευμα.
Την άκουσε κι εκείνος, ήθελε να την ακούσει κι εκείνος ώστε να ντραπεί και να απομακρυνθεί. Την ήξερα καλά τη μάνα μου από τότε.
"-Μην την παρεξηγείς ρε. Κανένας γονιός δεν με θέλει, νομίζουν ότι είμαι αλήτης και δεν θέλουν να κάνω παρέα με τα παιδιά τους. Μην παρεξηγείς, εμένα πλέον δεν με νοιάζει."
Από εκείνο το απόγευμα, τον αγάπησα ακόμα περισσότερο. Τον θαύμασα πιο πολύ γιατί ενώ θα μπορούσε να αντιδράσει ακραία, δεν το έκανε. Ούτε το βλέμμα χαμήλωσε, ούτε είπε κάτι άσχημο για την γαϊδουρινή συμπεριφορά της μάνας μου.
Απλά, σταμάτησε να έρχεται στο σπίτι μου και δεν το έκανε για εκείνη. Για μένα το έκανε, για να μην έρχομαι σε δύσκολη θέση.
Μαζί του βέβαια σταμάτησαν να έρχονται και όλοι οι υπόλοιποι, αυτή ήταν η τιμή της παρέας του 3ου, αν δεν χωρούσε ένας, δεν χωρούσε κανένας!

Αυτή ήταν η παρέα μου, πολλά πολλά χρόνια πριν.
Μπορεί να μην ήμασταν κάθε μέρα μαζί, αλλά μας κρατούσε ένα μοναδικό δέσιμο που κρατάει μέχρι σήμερα.
Κι ας πέρασαν 29 ολόκληρα χρόνια....
Κι ας έφυγαν νωρίς οι περισσότεροι...

Αδέρφια μου.
Δεν σας ξεχνώ ποτέ.
Ο χρόνος για μένα σταμάτησε στις 25 Ιουλίου του 1995, τότε που η κακιά η ώρα σας πήρε μακριά μου...
Μου λείπετε κάθε μέρα.
Θα ανταμώσουμε ξανά και τότε κανείς δεν πρόκειται να μας χωρίσει!
Όλη η παρέα σ' ένα πάρτι μαγικό!!!


https://psihotherapia.blogspot.com/2022/07/blog-post_26.html
https://psihotherapia.blogspot.com/2017/07/22.html
https://psihotherapia.blogspot.com/2016/07/blog-post_28.html