Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

Απλά μαθήματα πολιτισμού, ιστορίας και... σεβασμού.

 


Στην είσοδο του δικαστικού μεγάρου Ηρακλείου βρίσκεται ένα μοναδικής κομψότητας γλυπτό μαρμάρινο υπέρθυρο.|
Το υπέρθυρο αυτό ήταν εντοιχισμένο στον Βενετσιάνικο ναό του Αγίου Φραγκίσκου που βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, στην πλατεία Ελευθερίας της πόλης μας. Ήταν δώρο του μοναδικού μέχρι σήμερα Κρητικής καταγωγής Πάπα της Καθολικής εκκλησίας, του Πάπα Αλέξανδρου του Ε' (κατά κόσμον Πέτρου Φίλαργη) ο οποίο γεννήθηκε στην Νεάπολη Λασιθίου το 1339 μ.Χ. και εκάρη μοναχός στο μοναστήρι των Φραγκισκανών σε μικρή ηλικία καθώς έμεινε ορφανός τόσο από μάνα όσο και από πατέρα.
Ο Πάπας Αλέξανδρος δώρισε το υπέρθυρο του κεντρικού ναού του μοναστηριού όταν το 1409 ανακηρύχθηκε Πάπας προκειμένου να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς το τάγμα των Φραγκισκανών αλλά και την πόλη που τον ανέθρεψε.
Με την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς, ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί το οποίο καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά (έμεινε όρθιο μόνο ένα μικρό οστεοφυλάκιο) με τον μεγάλο σεισμό του 1856 που ισοπέδωσε την πόλη. Ο ίδιος σεισμός κατέστρεψε και τους βενετικούς στρατώνες που βρίσκονταν επι της οδού Δικαιοσύνης οδηγώντας τους οθωμανούς στην απόφαση να κτίσουν νέους σε σχέδια του διάσημου μηχανικού της εποχής, του Αθανάσιου Μούση, το γνωστό σε μας κτίριο που στεγάζει το συγκρότημα της Περιφέρειας Κρήτης και των δικαστηρίων.

Στο νέο κτίριο των στρατώνων μεταφέρθηκε το υπέρθυρο του ναού του Αγίου Φραγκίσκου προκειμένου να ενσωματωθεί στην είσοδό του. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα θεωρούσα ότι η μεταφορά και η παραποίησή του ουσιαστικά αποτέλεσε βανδαλισμό, εκ των πραγμάτων όμως κι επειδή ο σκοπός ορισμένες φορές αγιάζει τα μέσα, οι τούρκοι με τον εντοιχισμό του υπέρθυρου στο κτίριο των στρατώνων τους έσωσαν ένα κομμάτι από την ιστορία της πόλης που διαφορετικά θα είχε χαθεί.

Το τελευταίο τμήμα του ναού του Αγίου Φραγκίσκου πριν την ολική κατάρρευση.

Πάμε τώρα σε μερικούς προβληματισμούς-σκέψεις-μαθήματα ιστορίας άνευ διδασκάλου (που λένε και στο χωριό μου).
Το υπέρθυρο αυτό αποτελεί ένα σημαντικό μνημείο για την πόλη του Ηρακλείου.
Είναι ένα μνημείο πολυ-πολιτισμικό καθώς αφορά τρεις διαφορετικούς πολιτισμούς που επηρέασαν την ιστορία του Ηρακλείου (Ενετούς, Τούρκους, Έλληνες) και διαθρησκευτικό καθώς κατά μία έννοια συνδέει τα τρία σημαντικότερα θρησκευτικά δόγματα που ασπάστηκαν τα τελευταία 700 χρόνια οι κάτοικοι της πόλης (καθολικοί-μουσουλμάνοι-ορθόδοξοι).
Δεν μπορεί λοιπόν παρά να με θλίβει η σημερινή του αντιμετώπιση από τους κατοίκους της πόλης αφού οι περισσότεροι το προσπερνούν αδιάφορα αγνοώντας τη σπουδαιότητα του, ενώ υπάρχει και η μερίδα εκείνη των πολιτών που το αντιμετωπίζουν σαν σύμβολο της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας πράττοντας ανάλογα.
Αν με ρωτάτε, οι κύριοι υπαίτιοι για την απαξίωση ενός τόσο σημαντικού κομματιού της ιστορίας της πόλης μας είναι, το αρμόδια υπουργεία (λογικά το Δικαιοσύνης και το Πολιτισμού), ο δήμος Ηρακλείου καθώς και η αρμόδια Εφορία Αρχαιοτήτων. Οι τρεις αυτοί φορείς θα έπρεπε να έχουν μεριμνήσει για την μεταφορά του υπέρθυρου σε στεγασμένο περιβάλλον μακριά από φθορές (το Ιστορικό Μουσείο Κρήτης θα ήταν το ιδανικό) ώστε να πάψουμε να συζητάμε τα αυτονόητα.


Τις προάλλες περνώντας τυχαία από την οδό Δικαιοσύνης, συνάντησα το συνεργείο του δήμου Ηρακλείου που καθάριζε το υπέρθυρο με ιδιαίτερη προσοχή και σχολαστικότητα. Συνομίλησα για λίγο με την κοπέλα που ήταν επικεφαλής και με πόνο μου είπε ότι έχουν κάνει, όχι μία, όχι δύο αλλά έξι εισηγήσεις για την μεταφορά του μνημείου χωρίς αποτέλεσμα!

Γιατί;
Γιατί οι υπηρεσίες κλείνουν τα αυτιά σε ζητήματα τόσο απλά αλλά συνάμα τόσο ουσιαστικά;
Γιατί οι πολίτες αδιαφορούμε κι ακόμα χειρότερα, κανιβαλίζουμε την ίδια μας την πόλη;
Η πόλη και η ιστορία της είναι ο ζωτικός μας χώρος, ούτε οι πολιτικές διαφοροποιήσεις, ούτε οι πολιτισμικές διαφορές, ούτε ο θρησκευτικός φανατισμός θα μας ενώσουν ποτέ.

Η πόλη μας ενώνει.

Το Ηράκλειό μας.

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Τί είναι τελικά η μοναξιά; (Σκέψεις μοναχικές...)

 


Τί να είναι άραγε η μοναξιά;
Έχεις αναρωτηθεί ποτέ στ' αλήθεια;

Είναι να είσαι μόνος, ακόμα και όταν γύρω υπάρχουν δεκάδες.
Είναι να θέλεις ένα άγγιγμα οικείο και να μην το έχεις.
Είναι να βλέπεις αυτό το άγγιγμα να το παίρνει άλλος.
Είναι να θέλεις τη σιωπή από τον αγαπημένο κι αντίθετα ν' ακούς άσκοπη φασαρία.

Είναι να κοιτάζεις την οθόνη και να μην έχεις κανέναν να καλέσεις για να σου πει μια κουβέντα, καλή, κακή, άσχημη. Απλά μια κουβέντα να σου πάρει τη μοναξιά από το μυαλό.

Παραξενιές φίλε μου.
Μάθαμε να ζητάμε λίγα κι ακόμα και τα ελάχιστα φαντάζουν πλέον αδιανόητα...

Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

Πώς σ' αγαπώ... (131/365)

 


"..Πώς σ' αγαπώ;
Άσε με να μετρήσω τρόπους.

Σε αγαπώ στο βάθος και στο πλάτος και στο ύψος
Που η ψυχή μου μπορεί να κατακτήσει, όταν νιώθει αμήχανη
Για τους σκοπούς της ύπαρξης και της γοητείας της ιδεατής.

Σε αγαπώ στο επίπεδο της καθημερινής
Της πλέον ήρεμης ανάγκης, στο φως του ήλιου και του κεριού.

Σε αγαπώ ελεύθερα, όπως όταν οι άνθρωποι αγωνίζονται για τη νίκη του καλού

Σε αγαπώ αγνά, όπως όταν γυρίζουν από προσευχή.

Σε αγαπώ με ένα πάθος που έβαλα σε χρήση
Μες στις παλιές μου λύπες και με μια πίστη
από την ηλικία μου την παιδική.

Σε αγαπώ με μιαν αγάπη που φαινόταν πως θα χάσω
Με τους χαμένους μου άγιους - Σε αγαπώ με την αναπνοή,
Με τα χαμόγελα και τα δάκρυα όλης της ζωής μου! 

Κι αν ο Θεός θελήσει,
Μετά τον θάνατο θα σ' αγαπώ ακόμα πιο πολύ..."


Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

Το αίμα νερό δεν γίνεται.... #not (Λεύτος speaking..)

 

Ο Κώστας που σας έλεγα τις προάλλες, ήταν από μεγάλη οικογένεια. Οκτώ αδέρφια ήταν συνολικά, ζούσαν μόνο τα πέντε, το μεγαλύτερο πέθανε στη γέννα ενώ τα δύο μικρότερα ήταν κι εκείνα άτυχα, ο Σπύρος συναντήθηκε με τον αιφνίδιο βρεφικό θάνατο λίγες στιγμές αφού τον αεροβάπτισε η γιαγιά του επειδή "δεν της άρεσε το χρώμα του μωρού", ενώ ο Γιάννης που κουβαλούσε το όνομα του πρόσφυγα από την Μικρασία παππού του, κληρονόμησε και την αδυναμία του στην ρακί που απέβει μοιραία τη βραδiά πριν φύγει ο κολλητός του για να υπηρετήσει στον στρατό όταν, λιώμα στο μεθύσι, έπεσε σε μια κολώνα της ΔΕΗ στην παραλιακή με το παπάκι του.

Δυο αδερφές είχε ο Κώστας, τις υπεραγαπούσε και τις δύο για διαφορετικούς λόγους. Η μεγάλη είχε σπουδάσει οικονομικά και ήταν στέλεχος σε εταιρεία. Άνθρωπος του διαόλου με βλέμμα επιβλητικό, ματιά που πάγωνε όποιον κοιτούσε στα μάτια, ο Κώστας της είχε μεγάλη αγάπη, η μεγάλη του αδερφή ήταν άλλωστε και του είχε σταθεί όποτε είχε ζητήσει τη βοήθειά της, θυμόταν ακόμα και τώρα που πλησίαζε τα πενήντα πως, πολλά χρόνια πριν, όταν εκείνη γυρνούσε στο σπίτι μετά το μάθημα, πάντα του κρατούσε "κάτι". Ένα σοκολατάκι, ένα μπαλόνι, κάτι. Πάντοτε.
Η μικρότερη, εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας, πιο νωχελική, τεμπέλα τη φώναζε η μάνα τους από το πρωί μέχρι το βράδυ, τέλειωσε με δυσκολία το δημοτικό σχολείο για να γίνει τελικά αυτό που ονειρευόταν: ειδική σύμβουλος χτενίσματος-δημόσιες σχέσεις. Κομμώτρια εξαιρετική στη δουλειά της, όπως εξαιρετική ήταν στο να κουτσομπολεύει τους πάντες στο "Θρίξ", έτσι λεγόταν ο ναός της, πουλί πετάμενο δεν περνούσε μπρος από την τζαμαρία του κομμωτηρίου που να μην το σχολιάσει, ενώ ειδικότητά της ήταν οι γειτόνισσες που δεν προτιμούσαν τα χτενίσματά της, εκείνες που δεν είχαν παντρευτεί, ειδικά η Έλλη, η πιο γνωστή γεροντοκόρη της γειτονιάς που όσο αγνοούσε την ύπαρξη των γύρω της με ύφος πομπώδες και καμαρωτό περπάτημα, τόσο γινόταν το αγαπημένο θέμα των προσκυνητών του κομμωτηρίου.
Ο Κώστας είχε και δύο αδερφούς, τον πρώτο και τον τρίτο στη σειρά από τα εν ζωή αδέρφια.
Ο μικρότερος από τους δύο ήταν ο Κύρος Γρανάζης της οικογένειας. Πολυμήχανος, εφευρέτης, πολυτεχνίτης, τα χέρια του διαρκώς καταπιάνονταν με κάτι, κάτι έφτιαχνε, κάτι ετοίμαζε, κάτι επισκεύαζε. Ο Κώστας τον θαύμαζε πολύ, έξι χρόνια είχαν διαφορά αλλά ουσιαστικά μεγάλωσαν μαζί, κοιμόνταν το ίδιο δωμάτιο, μοιράζονταν τα ίδια παιχνίδια, εκείνος ήταν που του έδωσε τα πρώτα του μουσικά ακούσματα. Όλα με εκείνον μέχρι που η ηλικιακή διαφορά αναπόφευκτα τους χώρισε, ο Παύλος, έτσι τον έλεγαν, πήγε στο γυμνάσιο κι άρχισε να έχει άλλα ενδιαφέροντα, πήγε στο λύκειο, ερωτεύτηκε, βρήκε νέους φίλους, έβλεπε τον Κώστα σαν παρείσακτο μέσα στο σπίτι, τα δωμάτιά τους χωρίστηκαν , δεν τον ήθελε πια δίπλα του, δεν του έβαζε να ακούει μουσική στο ξεχαρβαλωμένο ραδιόφωνο που είχε βρει στα σκουπίδια και με το ζόρι και υπομονή του είχε δώσει ξανά ζωή.
Μάταια καθόταν ο Κώστας για ώρα έξω από την κλειστή πόρτα να ανοίξει για να του πει "έλα", να του δώσει λίγο σημασία, να τον κάνει ξανά συμμέτοχο στην καθημερινότητά του όπως τότε που ήταν παιδιά.
Η σχέση τους δεν ήταν ποτέ ξανά η ίδια.
Θυμάται, όταν ο Παύλος πήγε φαντάρος μετά τις πρώτες του σπουδές, ο Κώστας για μέρες ξάπλωνε στο κρεβάτι του αδερφού του χωρίς να τον παίρνει ο ύπνος κι έμενε εκεί, να νοιώθει την παρουσία του χωρίς να τους χωρίζει πλέον μια κλειστή πόρτα αλλά χιλιόμετρα ρευστού ανέμου, να νοιώθει παντού την απουσία του να φθίνει καθώς άγγιζε τα αγαπημένα του αντικείμενα.
Ο Κώστας με τον Παύλο δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά. Ο Παύλος μετά την θητεία του έμεινε μερικές μέρες στο πατρικό του και αφού χώρισε με συνοπτικές διαδικασίες με την κοπέλα που είχε δεσμό από το λύκειο, έφυγε στην Αθήνα με την αδερφή του κολλητού του αναζητώντας την τύχη που ποτέ δεν πίστευε πως θα μπορούσε να βρει στα στενά όρια της Κρήτης. Εδώ που τα λέμε, η αλήθεια δεν απέχει και πολύ από αυτό, αν τότε είχε μείνει το πολύ-πολύ να είχε γίνει υπάλληλος σε κάποια πολυεθνική ενώ με το να ανοίξει τα φτερά του, βρέθηκε από την Αθήνα στο Παρίσι για μεταπτυχιακό στην εφαρμοσμένη πληροφορική, για να δεχτεί αμέσως μετά το διδακτορικό που έκανε στη Μαδρίτη, τη θέση του διδάκτορα στο πανεπιστήμιο της Βαλένθια και να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί.
Ο Κώστας δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει την απόσταση που τον χώριζε από τον Παύλο, ήταν πάντα το κομμάτι που του έλειπε, πάντα ήταν κάτι παραπάνω από αδερφός του, η ψυχολόγος του μερικά χρόνια αργότερα του είπε ότι ίσως ήταν το χαμένο πατρικό του πρότυπο και ότι για να προχωρήσει στη ζωή του θα πρέπει κάποια στιγμή να ξεπεράσει αυτή του την απώλεια.
Το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, ο πρωτότοκος ήταν ο Λεύτος. Χαϊδευτικό το όνομα που προτιμούσε από το βαπτιστικό του αφού ακόμα και κοντά στα εξηνταπέντε, η σοβαρότητα δεν έλεγε να τον πλησιάζει και εξακολουθούσε να κάνει πλάκα με τα πάντα. Με τις παρέες, τους φίλους, τα μέλη της οικογένειας, την πεθερά του, στο όνομά του θα σταματούσε;
Σταματούσε μόνο σε δύο περιπτώσεις:
Όταν η πλάκα γυρνούσε προς εκείνον και όταν το αστείο αφορούσε την γυναίκα του.
Για το πρόσωπό της δεν δεχόταν κανένα αστείο, καμία αμφισβήτηση, καμία πλάκα.
Ο Λεύτος από μικρός ήταν γυναικάς, ήταν βλέπεις ο γόης της οικογένειας, ήταν που είχε και μόνιμα τη γιαγιά του δίπλα να τσοντάρει στο χαρτζιλίκι, παράτησε νωρίς το σχολείο και αφοσιώθηκε σε πράγματα που έκαναν τη ζωή του πιο ενδιαφέρουσα.
Το ποτό, το ξενύχτι και τις γυναίκες.
Ο Κώστας από πολύ μικρός άκουγε ιστορίες για τις αλητείες του αδερφού του ενώ δεν μπορούσε να ξεχάσει το πρωί που μαζί με τη μάνα του τον βρήκαν να κοιμάται σε μια λίμνη εμετού, ξεβράκωτος στη μέση του σαλονιού, ήταν δεν ήταν δεκαεφτά χρονών. Κι όμως, ακόμα και στην ηλικία εκείνη δεν είχε αφήσει αλητεία να μην την κάνει, τί κι αν φώναζαν οι δικοί του, δεν έδινε σε κανέναν σημασία κι απλά έκανε ό,τι τον πρόσταζε το κεφάλι του αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Για τις όποιες συνέπειες.
Ο Λεύτος δεν έλειψε ποτέ από το πατρικό του Κώστα γιατί πολύ απλά, ήταν πάντα απών, ένα περιστασιακός επισκέπτης, η σκιά ενός ανθρώπου που κάποτε υπήρξε κάτοικος εκεί.
Τον αγαπούσε πολύ τον αδερφό του ο Κώστας, τον θεωρούσε σαν μια φιγούρα που άγγιζε τα όρια του υπερφυσικού, ένας μποέμ τύπος που στα μάτια ενός μικρού παιδιού έδειχνε να μην τον αγγίζουν οι κανόνες, ζούσε μια ζωή πέρα από τα όρια χωρίς περιορισμούς, μια φιγούρα θρυλική που όμως κάποια στιγμή απλά έπαψε να υπάρχει στη ζωή του όσο κι αν το αρνιόταν πεισματικά.
Έγραφα πιο πάνω ότι ο Λεύτος για έναν μόνο άνθρωπο δεν δεχόταν καμία αμφισβήτηση: για την γυναίκα του. Την αρραβωνιάστηκε πριν τα είκοσι σε μια άδεια από τον στρατό χωρίς να ρωτήσει κανέναν, χωρίς να προετοιμάσει κανέναν, απλά ανακοινώνοντάς το όπως έκανε πάντα. Αμέσως μετά τη θητεία του παντρεύτηκε και μπήκε σώγαμπρος στο σπίτι της πεθεράς του, ζώντας μια ζωή φαινομενικά αρμονική όπου η κυρία Ανδριάνη τον άφηνε πάντα να πιστεύει ότι είχε το πάνω χέρι απλά για να είναι παραγωγικός, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα υποζύγια στο μαγγανοπήγαδο που γυρίζουν όλη μέρα νομίζοντας ότι είναι επιλογή τους ενώ στην πραγματικότητα ο αφέντης δεν τους επιτρέπει να σταματήσουν πριν τελειώσουν τη δουλειά τους.
Τα χρόνια πέρασαν, η παραγωγικότητα κούρασε τον Λεύτο, η καθημερινότητα του γάμου επίσης κι έτσι τόσο εκείνος όσο και η Σούλα του άρχισαν να κάνουν τα στραβά μάτια ο ένας για την ερωτική ζωή του άλλου. Το πράγμα δεν άργησε να ξεφύγει και αφού το έμαθαν οι πάντες και προκειμένου να μην κλείσουν σπίτια, διέρρευσε η μισή αλήθεια και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Ο Κώστας δεν έκρινε ποτέ ούτε τον αδερφό του, ούτε τη νύφη του, μέσα του τους δικαιολόγησε για τις πράξεις τους αφού "άνθρωποι ήταν στο κάτω-κάτω" και δεν ανέφερε ποτέ το παραμικρό σεβόμενος τις αποφάσεις τους.
Δεν θα πω περισσότερα αν και ο Κώστας μου τα έχει πει όλα με λεπτομέρειες, μια βραδιά που τον συνάντησα σου Καγιαμπή τον καφενέ σεκλετισμένο, με την πίκρα να τον πνίγει.
Έμοιαζε τόσο μόνος, τόσο προδομένος.
Ζήτησε το χέρι του Λεύτου να ακουμπήσει κι εκείνος του γύρισε την πλάτη.
Είναι τόσο τραγικό οι άνθρωποι να μην συμπαραστέκονται στα αδέρφια τους.
Άνευ όρων.
Είναι ακόμα τραγικότερο να ξεχνούν τις πράξεις που έχουν κάνει, αδύναμοι ως θνητοί και να ηθικολογούν με κάθε ευκαιρία απέναντι στους άλλους.
Αυτό όμως που δεν μπορούσε να αντέξει με τίποτα ο Κώστας στη συζήτησή μας, αυτό που τον έκανε να κλαίει με λυγμούς, ήταν ότι συνειδητοποίησε με τον πιο σκληρό τρόπο ότι τελικά, το αίμα μπορεί κάλλιστα να γίνει νερό.
Ευτυχώς όχι στις φλέβες όλων των ανθρώπων.
Μόνο των λιγότερο ευφυών....