Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Τα βιβλία του καλοκαιριού


Καλοκαίρι χωρίς βιβλία της Ζωρζ Σαρή δεν μπορεί να υπάρξει!
Η παιδική λογοτεχνία είναι το πιο όμορφο παράθυρο στην καθημερινότητα.
Είναι η απόδραση στις παιδικές αναμνήσεις, στα αρώματα, τα τραγούδια, τις εικόνες που μας μεγάλωσαν.
Είναι η ζωή η ίδια.


Creative Commons License
Η παραπάνω φωτογραφία χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivs 3.0 Ελλάδα.

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Καρδιά από ατσάλι


 
Τα σχολικά μου χρόνια από το 1993 έως και το 1995 ήταν ονειρικά. Είχα φίλους πραγματικούς, έκανα παρέες. Έβγαινα, ξενυχτούσα, ήμουν ερωτευμένος με κάθε θηλυκό που περνούσε δίπλα μου, μα πάνω από όλα με τη ζωή μου την ίδια που μου χαμογελούσε. Δεν είναι λίγο πράγμα να είσαι έφηβος και να βλέπεις όλο το μέλλον να ξετυλίγεται μπροστά σου!
Θυμάμαι, σχεδόν κάθε βράδυ ήμασταν είτε στον «Νότο», είτε στο «Διαχρονικό» στις Αρχάνες να πίνουμε Β-52 με πάγο. Δεν μας ένοιαζε το κρύο, ένα χιλιάρικο και τσιγάρα μόνο να είχαμε στην τσέπη και δρόμο με τις μηχανές!
Τι μυρωδιά είχαν εκείνα τα βράδια κι ας ήταν γεμάτα καπνό και αλκοόλ! Πόσο ζεστά ήταν παρόλο που ήμασταν μόνιμα βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο μέσα στα λιγδιασμένα τζην παντελόνια και τα δερμάτινα μπουφάν.
Κάπου εκεί δίπλα, οι βαθμοί μου στο σχολείο, πέρα από κάθε λογική ήταν εξαιρετικοί. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να κατανοήσω το πώς!

Τον Βαγγέλη δεν θυμάμαι πότε ακριβώς τον γνώρισα. Δεν θυμάμαι καν πότε αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Βρεθήκαμε συμμαθητές στην Β’ Λυκείου το 1993, θυμάμαι πως πάντα τον συμπαθούσα, μάλλον επειδή ήταν ιδιαίτερος σαν άνθρωπος. Δεν είχε πολλές συμπάθειες στο σχολείο, ήταν ντροπαλός, λιγομίλητος, σχεδόν απόμακρος.
Του άρεσε πολύ το ραδιόφωνο. Για κάποιο χρονικό διάστημα έκανε μια εκπομπή σε έναν τοπικό σταθμό, αργά το βράδυ, έπαιζε μπαλάντες και πάντα ξεκινούσε με το «Κρύψου» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Πάντα.

Ο Βαγγέλης έκανε πολύ παρέα με τον Δημήτρη, πήγαιναν μαζί, σαν σετάκι ένα πράγμα, μαζί από παιδιά, ήταν θα μπορούσα να πω αχώριστοι.
Ο Δημήτρης ήταν μικρότερος από εμάς, ένα χρόνο αν δεν κάνω λάθος. Λόγω του Βαγγέλη βρέθηκε στην παρέα αλλά δεν άργησε να γίνει ενεργό μέλος της καθώς ήταν ένας άνθρωπος που δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον συμπαθήσεις.
Ήταν διαόλου κάλτσα! Πολυτεχνίτης, του άρεσε πολύ ο μοντελισμός. Έφερνε θυμάμαι στο σχολείο μικρούς κινητήρες από τηλεκατευθυνόμενα μοντέλα μια περίοδο που τα 2/3 των συζητήσεών μας αφορούσαν σε κινητήρες-βενζίνη-λάδια-κόντρες. Στα διαλείμματα ή την καφετέρια του Χρήστου μονοπωλούσε την κουβέντα.
Στο πατρικό του σπίτι, είχε ένα δωμάτιο στην ταράτσα, τι ήθελες και δεν έβλεπες εκεί μέσα! Μέχρι που είχε στήσει ένα μικρό εργαστήριο για να φτιάχνει κυνηγετικά φυσίγγια, του άρεσε πολύ το κυνήγι.

Ο Λευτέρης ήταν ο «Λούης» της παρέας μας. Ήταν αυτός που μας συσπείρωνε, η δύναμη που μας κρατούσε ενωμένους, ανθρώπους που φαινομενικά έδειχναν να μην ταιριάζουν.
Ήταν αυτός που μιλούσε για γυναίκες όταν εμείς λέγαμε για ποδόσφαιρο, αυτός που δεν κάπνιζε γιατί απλά είχε άλλους τρόπους για να εντυπωσιάσει, αυτός που έβγαινε με γυναίκες όταν οι άλλοι προτιμούσαμε να παίζουμε μπιλιάρδο και ηλεκτρονικά.
Ήταν ταυτόχρονα ο ηγέτης μας, η ψυχή μας, αυτός που όλοι θαυμάζαμε και θέλαμε να μοιάσουμε.
Ένα βράδυ, Φλεβάρης του ‘95 πρέπει να ήταν, είχα βγει με το Θάνο. Ήμασταν στον Νότο, ακούγαμε acid jazz και πίναμε το ποτό μας. Ακούσαμε έναν βαρύ ήχο από μηχανή στον πεζόδρομο και πριν καλά-καλά προλάβουμε να χαμογελάσουμε ο ένας στον άλλο, από το στενό ξεπρόβαλλε ο Λευτέρης με το FZ400. Ήταν χαρακτηριστικός ο ήχος που έκανε αυτή η μηχανή, χωρίς εξάτμιση την είχε αγοράζει, έτσι έμεινε για πάντα! Παραπονιόταν πως δεν είχε χρήματα για να αγοράσει μια, για να σταματήσουν να τον βλαστημάνε οι περίοικοι από ό,που περνούσε, πράγμα απόλυτα δικαιολογημένο μιάς και ο ήχος του FZ ήταν τόσο ενοχλητικός όσο λίγα πράγματα στο Ηράκλειο εκείνης της εποχής.
Πιστεύω πως κατά βάθος ο Λευτέρης το απολάμβανε όλο αυτό. Χωρίς να το παραδέχεται, του άρεσε να είναι μοναδικός, να έχει κάτι το χαρακτηριστικό επάνω του, να τον αναγνωρίζουν. Θυμάμαι, μετά από μια πτώση με τη μηχανή του είχε σπάσει το ρελέ της μίζας και αναγκαζόταν να τη βάζει μπρος σπρώχνοντας την. Κι όμως, έβρισκε διάφορες δικαιολογίες για να μην την επισκευάσει! Είμαι σίγουρος πως τον «έφτιαχνε» ακόμα και αυτή η λοξή μοναδικότητα, να βλέπεις ένα παιδί κάτω από 1,70 να σπρώχνει μια Yamaha 200 κιλών για να πάρει μπρος!
Κάτσαμε όλοι μαζί και συνεχίσαμε το ποτό μας, εκεί στον μικρό πάγκο δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο. Το μαγαζί άδειο, ήταν καθημερινή και ήμασταν σχεδόν μόνοι μας. Είχα μπροστά μου έναν Λευτέρη εντελώς διαφορετικό από ότι είχα συνηθίσει, πιο ήρεμο, πιο προβληματισμένο, πιο συγκαταβατικό. Καμία σχέση με τον ατίθασο παιδί που γνωρίζαμε στο σχολείο. Το βλέμμα του ήταν όπως πάντα καθάριο, τα μάτια του λαμπίριζαν στο σκοτάδι, το χαμόγελό του σκέπαζε τα πάντα.
Κυκλοφορούσε με μια κοπέλα εκείνη της περίοδο και πρέπει να ήταν πολύ τσιμπημένος μαζί της. Πρώτη φορά έβλεπε τα πράγματα με άλλο μάτι, σκεφτόταν πολύ σοβαρά να αρραβωνιαστεί.
Κερνούσε και ξανά κερνούσε, εγώ κι ο Θάνος είχαμε γίνει στουπί. Ο Λευτέρης δεν έπινε πολύ, δεν το συμπαθούσε το αλκοόλ γιατί ένοιωθε πως του αφαιρούσε τον έλεγχο.
Είχε σχεδόν ξημερώσει. Φύγαμε μαζί, ο Λευτέρης με τη μηχανή του κι εγώ με τον Θάνο με τη Suzuki του, πήγαμε από τον παραλιακό. Στη διασταύρωση Εθνικής Αντιστάσεως και Ικάρου, μας έπιασε κόκκινο. Ο Θάνος άρχισε να μαρσάρει, ήθελε να εντυπωσιάσει τον Λευτέρη. Με το πράσινο ξεχύθηκε μπροστά. Λίγο πριν τη στροφή στο ύψος του λιμανιού είδα πως πηγαίναμε «συστημένοι» για την τζαμαρία μιας αντιπροσωπίας με μηχανές κι άρχισα να τον χτυπάω στην πλάτη και να του φωνάζω:
« - Κόψε ρεεεε, δεν θα μας βγάλει η στροφή!»

Το κατάλαβε, έκοψε ταχύτητα.
Ο Λευτέρης που μας ακολουθούσε, έκοψε κι εκείνος. Σταματήσαμε στην άκρη του δρόμου, είχαμε ξεμεθύσει μέσα σε λίγες στιγμές.
Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο.
Μόνο το Λευτέρη πάνω στο FZ με το αγαπημένο του δερμάτινο σακάκι και το λευκό μπλουζάκι από μέσα, να μας καληνυχτίζει.
«-Τα λέμε ρε», και να χάνεται πίσω από το ουρλιαχτό της μηχανής.

Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα….
Ή μάλλον όχι…

Τον Λευτέρη, τον Βαγγέλη και τον Δημήτρη, τους είδα για τελευταία φορά στις 25 Ιουλίου 1995.
Τη μέρα που τους αποχαιρέτισα για πάντα.
Τον καθένα ξεχωριστά, αν και οι τρείς τους ήταν τόσο κολλητοί που θεώρησαν αδιανόητο να αφήσουν ο ένας τον άλλο να φύγει μόνος για ένα τόσο μακρινό ταξίδι.
Για το ταξίδι χωρίς γυρισμό.
Τη μέρα εκείνη, ένα κομμάτι της καρδιά μου έφυγε για πάντα μαζί τους κι έμεινε εκεί.

Οι μέρες πέρασαν, το καλοκαίρι είχε σχεδόν τελειώσει.
Δούλευα σε οικοδομές, περίμενα να περάσουν οι μέρες να δω αν τον Σεπτέμβριο θα πήγαινα στο Πανεπιστήμιο ή θα υπηρετούσα τη θητεία μου.
Ένα απόγευμα τελειώνοντας από τη δουλειά, πέρασα όπως κάθε μέρα από ένα βενζινάδικο που υπήρχε λίγο παραπάνω από το πατρικό μου. Το βλέμμα μου κόλλησε.
Δίπλα σε μια αντλία στεκόταν η μηχανή του Λευτέρη.
Με κοίταζε περήφανη. Πληγωμένη.
Είχε ένα κόκκινο «ΠΩΛΕΙΤΑΙ» κρεμασμένο στο τιμόνι.
Έμεινα να την κοιτάζω αποσβολωμένος.
Ράγισα.
Μπήκα στο πατρικό μου αμίλητος.
Μετά από λίγο, χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο, για κινητά ούτε λόγος εκείνη την εποχή.
Ήταν ο Θάνος.
Δεν είπε πολλά.
«-Την είδες», χωρίς να χρειαστεί να προσδιορίσει.
«-Ναι», του απάντησα.
Ξέσπασα σε λυγμούς.
Χτύπησα το τηλέφωνο να κλείσει με όση δύναμη είχαν τα χέρια μου.

Ένα κομμάτι παγωμένο μέταλλο σφράγισε μια για πάντα μια περίοδο που δεν θα επέστρεφε ποτέ…