Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

Ερείπια (μια Κυριακή στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου...)

Μέσα στα ερείπια, μπορείς να συναντήσεις τα πιο όμορφα πράγματα.
Ίχνη ανθρώπων, σκιές ύπαρξης.
Συναισθήματα που όχι μόνο δεν έσβησαν αλλά θα μείνουν όσα μένει η πέτρα ζωντανή...





Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Το καφέ καρό κουβερτάκι (οικογενειακή ουτοπία...)

Όλοι οι άνθρωποι αποζητάμε την αγάπη, την τρυφερότητα, το συναίσθημα, την επαφή, την αναγνώριση. Σκοπός της ζωής μας είναι, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε ο εγωισμός μας να αφήνει να το δείξουμε, είτε το κρύβουμε επιμελώς, η αποδοχή από τους ανθρώπους που βρίσκονται στον ευρύτερο κύκλο της κοινωνικής μας οντότητας, ο θαυμασμός, η επιδοκιμασία.
Η αποδοχή.
Το παιχνίδι της κοινωνικής διαπραγμάτευσης ξεκινάει από πολύ νωρίς, από την εποχή που είμαστε βρέφη ακόμη, ιδιαίτερα σε πολυμελής οικογένειες που ο ανταγωνισμός μεταξύ των παιδιών απέναντι στη γονεϊκή αποδοχή είναι τεράστιος, τα "όπλα" βγαίνουν από τη φαρέτρα από τη μέρα της γέννησης κιόλας και οι μάχες είναι καθημερινές και ανελέητες.
Θεωρούμε ότι τα παιδιά είναι αθώα και ποιός μπορεί να διαφωνήσει με αυτό, όμως είναι αξιοσημείωτη η σκληρότητα που αποκτούν προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό που κάποιες φορές τα; φέρνει αντιμέτωπα με αδέρφια με μεγαλύτερης ηλικίας με ανεπτυγμένη σωματική διάπλαση και εμπειρία στις μάχες σώμα με σώμα.
Μεγάλωσα σε μια τέτοια οικογένεια, την "τυπική" πολύτεκνη της δεκαετίας του ΠΑΣΟΚ με δύο αδερφούς και δύο αδερφές, πέντε παιδιά στο σύνολο να προσπαθούμε να συνυπάρξουμε στα 60 τετραγωνικά μέτρα των τεσσάρων δωματίων της πατρικής μας κατοικίας. Το σπίτι μας ήταν μικρό, υπνοδωμάτιο είχε μόνο ένα, των γονιών, ευτυχώς όπως λέει το και το τραγούδι η καρδιά μας ήταν μεγάλη και χωρούσε τις ζωές όλων μας. Βοηθούσε ευτυχώς και η γιαγιά Δάφνη που συνήθως φιλοξενούσε τα μεγαλύτερα αδέρφια, καθοριστικό ρόλο στην ομαλή μας συμβίωση  έπαιζε η τεράστια αυλή στο πίσω μέρος του σπιτιού που φιλοξενούσε τις περισσότερες καθημερινές μας δραστηριότητες για ένα μεγάλο μέρος του έτους, τουλάχιστον τους μήνες που δεν υπήρχε κρύο ή βροχή.
Κατά τα άλλα, το σύνηθες ήταν τα δύο μεγαλύτερα παιδιά να κοιμούνται στη γιαγιά, τα άλλα δύο στο διώροφο κρεβάτι της κουζίνας κι εγώ, ο βενιαμίν της οικογένειας να κοιμάμαι σε ένα μικρό ντιβανάκι στην κρεβατοκάμαρα των γονιών. Είπαμε, παιδικά δωμάτια εκείνη την εποχή δεν υφίσταντο στα σπίτια, προτιμούσαν οι ιδιοκτήτες να δεσμεύουν τον χώρο της οικίας με τη "σαλοτραπεζαρία" (τί λέξη κι αυτή!!) που στη δική μας περίπτωση την αποτελούσαν δύο ενιαία δωμάτια που διαχωρίζονταν με μια συρόμενη πόρτα η οποία παρεπιπτόντως κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου ήταν κλειστή ενώ η πρόσβαση στον "ιερό" χώρο πίσω από εκείνη, ήταν απαγορευμένη.
Σε σχέση με τα αδέρφια μου που έχουν ελάχιστη ηλικιακή διαφορά να τους χωρίζει διαδοχικά, εγώ έχω την μεγαλύτερη (έξι χρόνια) με τον προηγούμενο κι αυτό πάντοτε δημιουργούσε μια απόσταση μεταξύ μας, ίσως τώρα που το σκέφτομαι να είναι και η αίσθησή μου τέτοια, όμως εγώ από πολύ μικρός ένοιωθα έντονο τον διαχωρισμό, υπήρξαν φορές που ανοιγόταν χάσμα μεταξύ μας ότι τόσο λόγω της διαφοράς ηλικίας, όσο του δεσμού που είχαν καλλιεργήσει μεταξύ τους οι υπόλοιποι.
Παρόλο που μεγάλωσα σε ένα γεμάτο σπίτι, πέρασα μοναχικά παιδικά χρόνια, ελάχιστες είναι οι στιγμές που ανακαλώ και περιλαμβάνουν κάποιο μέλος της οικογένειας, ήταν όμως και διαφορετικά τα χρόνια τότε, τα παιδιά παίζαμε χωρίς αίσθηση κινδύνου στους δρόμους, ήμασταν έξω μέχρι αργά το απόγευμα για μπάλα, ποδήλατο, κρυφτό, κυνηγητό και ανθρωπάκια αμίλητα-ακούνητα, είχαμε χώρο στις γειτονιές για να παίξουμε, δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα, πρόλαβα κάποιες αλάνες που αργότερα χτίστηκαν δημόσια κτίρια και σχολεία. Τα παιδιά ζούσαμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας στο δρόμο με φίλους, οι ενδοοικογενειακές μας στιγμές ήταν έτσι κι αλλιώς περιορισμένες.
Υπάρχουν ωστόσο κάποιες στιγμές από την παιδική μου ηλικία, κάποια στιγμυότυπα ζωής που είναι ποτισμένα στη μνήμη σαν όνειρα αληθινά, που γεμίζουν ευφορία την ψυχή όταν τα φέρω στο μυαλό. Κάποιες εικόνες που σαν ουτοπικός κινηματογράφος συνοδεύονται από άρωμα, αίσθηση αφής και ήχους του χώρου που ξετυλίγονται μπροστά μου και τις ζω ξανά και ξανά, όχι τυχαία, αλλά από ανάγκη να ηρεμήσω, να νοιώσω πιο ελαφρύς, να χαλαρώσω, να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου με την ίδια μου την ύπαρξη.
Μια από εκείνες τις στιγμές τη χρησιμοποιώ εδώ και χρόνια θεραπευτικά όταν έχω ανάγκη να σπάσω τη μοναξιά, να νοιώσω τρυφερότητα, να αισθανθώ τη ζεστασιά εκείνης της ηλικίας που είναι γεμάτη τραγούδια παιδικά, αρκουδάκια και κούκλες που μπορεί να τους έλειπε ένα χέρι ή ένα πόδι αλλά ό,τι απέμεινε ήταν αρκετό για να παιδιαρίσουμε, ένα σπασμένο παιδικό πιανάκι που παρήγαγε φάλτσες μελωδίες ίσως, το σημαντικότερο όμως, αγάπη και ξεγνοιασιά και μια καρδιά γεμάτη ευτυχία.
Κλείνω τα μάτια και φέρνω στο μυαλό μου τις εικόνες εκείνες, χειμωνίατικο απόγευμα, Κυριακή πρέπει να ήταν γιατί ο πατέρας βρισκόταν στο σπίτι. Έξω κρύο, στο σπίτι φρόντιζε για τη ζεστασιά η παλιά σόμπα του πετρελαίου που σιγόκαιγε στον διάδρομο. Βρισκόμουν με τους γονείς στο υπνοδωμάτιό τους, ξαπλωμένος στο μικρό ντιβανάκι, άνοιξα τα μάτια και περίσσεια προσπάθεια πάτησα στο πάτωμα και ξεκίνησα να τρέχω προς την κουζίνα. Όταν αδέρφια ήταν εκεί, συζητούσαν και έπαιζαν χαρτιά.   
Η καρδιά μου ευτύς γέμισε χαρά, τόση που το παιδικό μου στήθος δυσκολευόταν να χωρέσει.
Πλησίασα με τόλμη στο διώροφο κρεβάτι που κοιμόταν η Δήμητρα με τον Πέτρο, το κάτω κρεβάτι ήταν στρωμένο με την καφέ καρό κουβέρτα. 
Την άγγιξα.
Ένοιωσα την υφή της στην παλάμη μου.
Ζεστάθηκε η καρδιά μου.
Έκλεισα τα μάτια, χαμογέλασα πλατιά, ένοιωσα το πρόσωπό μου να λάμπει, το κορμί μου λύθηκε.
Αγκάλιασα την κουβέρτα και έγινα ένα με το κρεβάτι.

Ήμουν τόσο μικρός που το στρώμα του κρεβατιού ίσα που μου έφτανε στο στήθος κι όμως, είναι τόσο έντονη η ανάμνηση εκείνης της μέρας που κάθε φορά που την ανακαλώ, νοιώθω να τη ζω ξανά και ξανά λες και συνέβη ένα δευτερόλεπτο πριν. Νοιώθω την παγωνιά του δωματίου στο πρόσωπό μου, νοιώθω τη ζεστασιά της κουβέρτας στα χέρια μου, ακούω τα γέλια και τις φωνές από τα αδέρφια μου στα αυτιά μου.
Νοιώθω την καρδιά μου να αλαφραίνει.
Έχουν τεράστια θεραπευτική αξία για μένα αυτά τα λίγα καρέ ζωής καθώς ουσιαστικά συνδέουν το παρόν με την απαρχή της ύπαρξής μου, είναι οι πρώτες οικογενειακές στιγμές που έχω σχηματισμένες καθαρά στο μυαλό μου.
Είναι για μένα η ουτοπική εικόνα της πατρικής μου οικογένειας.
Χωρίς διχογνωμίες.
Χωρίς διαφωνίες.
Χωρίς συμφέρον και προκαταλήψεις.

Ντυμένη μόνο με τη ζεστασιά της καφέ καρό κουβέρτας που μου ζέστανε τα χέρια εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα της παιδικής μου ηλικίας!

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Λασαία: Το επίνειο της Γόρτυνας και ο μισογκρεμισμένος ναός

 Η Λασαία ήταν πόλη της αρχαίας Κρήτης. Τα λείψανά της σώζονται 2,5 χλμ ανατολικά από τους Καλούς Λιμένες ενώ η πόλη αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη ακριβώς λόγω της γειτνιάσής της με τον τόπο που αποτέλεσε σταθμό της περιοδείας του απόστολου Παύλου στο ταξίδι του προς τη Ρώμη. ("Εν ικαναίς δε ημέραις βραδυπλοούντες υπεπλεύσαμεν την Κρήτην, ήλθομεν εις Καλούς Λιμένας, ώ εγγύς ήν πόλις Λασαία" Πράξεις Αποστόλων 27:8)
Η Λασαία αποτέλεσε ένα από τα επίνεια της Γόρτυνας, ενώ σήμερα σώζονται τα λείψανα των λιμενικών εγκαταστάσεων καθώς και μέρος του αρχαίου μώλου που ήταν κατασκευασμένος από ογκόλιθους ριγμένους από την ακτή μέχρι την νησίδα που σήμερα είναι γνωστή με την ονομασία Τράφος.
Το λιμάνι σωζόταν σύμφωνα με αναφορές μέχρι και την δεκαετία του 1960 όμως οι πέτρες του μεταφέρθηκαν για να κατασκευαστούν οι λιμενικές εγκαταστάσεις στη νησίδα με τις δεξαμενές που υπάρχει ανοικτά των Καλών Λιμένων.
Στην παραλία αλλά και πάνω στη νησίδα Τράφος, διακρίνονται σημαντικά τμήματα της αρχαία πόλης και των τειχών της, ενώ δυτικά του λιμένος έχουν ανασκαφεί θολωτοί τάφοι με σημαντικά ευρήματα.





Ο σημερινός παραθαλάσσιος οικισμός που βρίσκεται δίπλα στα ερείπια της Λασαίας ονομάζεται Χρυσόστομος και έχει πάρει το όνομά του από το ομώνυμο εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη που βρίσκεται σε πανοραμικό σημείο πάνω από την θάλασσα.

Ο ναός αυτός παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς καταστράφηκε εξαιτίας της κατολίσθησης του σαθρού εδάφους κάποια στιγμή στο παρελθόν και οι κάτοικοι της περιοχής προφανώς χρησιμοποίησαν τα υλικά του για να κατασκευάσουν ακριβώς πάνω από τον παλιό ναό, έναν ακριβώς ίδιο!
Η φυσιολογία του εδάφους είναι η αιτία που και ο μεταγενέστερος ναός είναι ετοιμόρροπος με ένα σημαντικό του τμήμα να έχει ήδη καταρρεύσει ενώ δεν αργεί η ώρα που όλο το ασταθές οικοδόμημα θα καταλήξει στην πλαγιά του λόφου.
Αψευδής μάρτυρας, οι φωτογραφίες...












Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

Αιχμάλωτος της μοναξιάς (Μέρες καραντίνας του 2020...)


 Ήταν οι μέρες οι καταραμένες της πρώτης καραντίνας, πίσω στο 2020.
Ήταν οι μέρες οι παράξενες που αρχίσαμε να κοιτάζουμε τους ανθρώπους καχύποπτα, τότε που αρχίσαμε να κρατάμε ακόμα μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ μας, κάθε επαφή την ποινικοποιήσαμε και σταματήσαμε να αγγίζουμε όσους αγαπάμε.
Τότε που μπήκαν στη ζωή μας οι μάσκες, τα αντισηπτικά σπρέι, τότε που σας άλλοι «Κατακουζηνοί»
που κάποτε θεωρούσαμε γελοίες καρικατούρες, αρχίσαμε να απολυμαίνουμε τα πάντα πριν τα ακουμπήσουμε.
Ήταν τότε που η πανδημία της covid 19 με έθεσε υπό περιορισμό στα σπίτια μας.
Διέξοδο; Ποιο διέξοδο να βρει κανείς κλεισμένος κατ’ ανάγκη σε ένα σπίτι; Κάποιοι θυμήθηκαν τα σκονισμένα λογοτεχνικά τους βιβλία, άλλοι τα ξεχασμένα για χρόνια στην αποθήκη παζλ, άλλοι πάλι ανακάλεσαν την αγάπη τους για την μαγειρική και την ζαχαροπλαστική.
Εγώ πάλι, συνέχισα να τρέχω… Χρειάστηκε βέβαια να αλλάξω κάποιες από τις δρομικές μου συνήθειες καθώς το χρονικό περιθώριο που επιτρεπόταν ήταν στενό ενώ και τα στάδια είχαν κλείσει, παρόλο που δυσκολεύτηκα να συνηθίσω, τελικά όλα είναι μέσα στο μυαλό μας.
Το τρέξιμο στην καραντίνα ήταν πέρα από ένα σημαντικό διέξοδο και μια ευκαιρία να γνωρίσω την τότε γειτονιά μου, να μάθω τους δρόμους και τις αλάνες, να παρατηρήσω τα σπίτια, να συναντήσω πτυχές της ζωής στις Μεσαμπελιές που δεν είχα καν φανταστεί ότι υπήρχαν.
Τα απογεύματα εκείνα του τρεξίματος της καραντίνας γνώρισα τον Ευγένιο, όνομα και πράγμα, ευγενέστατο γιο μικρασιατών προσφύγων που με δική του πρωτοβουλία είχε υιοθετήσει ένα κομμάτι του πάρκου της οδού Ερυθραίας και το περιποιόταν λες και ήταν ο κήπος του. Σκάλιζε, πότιζε, φύτευε κάθε μέρα ακόμα περισσότερα λουλούδια κι έφτασε να φτιάξει μια μικρή όαση ομορφιάς απέναντι από το σπίτι του μόνο και μόνο για να «πίνει το απογευματινό του καφεδάκι», όπως μου εξομολογήθηκε μια μέρα που στάθηκα για να γεμίσω το παγούρι μου από από το λάστιχο του ποτίσματος.
Λίγο παραπάνω γνώρισα την κυρία Ανθούλα, συνταξιούχο δασκάλα που, αφού τα χρόνια της και η υπομονή που όπως μου έλεγε «την είχε εγκαταλείψει», δεν της επέτρεπαν να διδάσκει πλέον, αποφάσισε να μάθει την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών στην αυλή της! Και ειλικρινά, τα κατάφερνε τόσο καλά, ήταν αξιοζήλευτος ο τρόπος που τους έδινε ζωή, ο τρόπος που τα άγγιζε, τα πότιζε, με αγάπη και μεράκι για κάτι που ουσιαστικά της ήταν άγνωστο αλλά αρνιόταν να παρατήσει! Και όταν τέλειωνε τη φροντίδα, η κυρία Ανθούλα έβαζε μια μισοσπασμένη καρέκλα στην μέση του κήπου, καθόταν κι αφού άνοιγε το ραδιοφωνάκι της στο 2 ο πρόγραμμα, τραγουδούσε με την Σοφία Βέμπο, τη Δανάη και την Φλέρυ Νταντωνάκη στις ντομάτες, τα πεπόνια και τα κολοκύθια της.
«-Δεν έχει φάει πιο γλυκιές μελιτζάνες», μου έλεγε. «-Η μουσική τις γλυκαίνει!»
Τις μέρες εκείνες τις αποπνικτικές που έβγαινα για τρέξιμο στη γειτονιά κι εκτός από το παγούρι, το νερό και το ραδιοφωνάκι μου έπρεπε να έχω και την ταυτότητά μου μαζί, γνώρισα τον Γιώργο, μια φιγούρα βγαλμένη από άλλο κόσμο, έναν άνθρωπο εικόνα και ομοίωση ενός παραμυθιού με νεράιδες και ξωτικά και μορφές θεϊκές, αινιγματικές.
Ο Γιώργος δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά.
Ο Γιώργος ήταν άστεγος αλλά όχι οποιοσδήποτε άστεγος.
Ο Γιώργος ήταν άστεγος λόγω μοναξιάς.
Κυριακή μεσημέρι πρέπει να ήταν όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά, καθόταν σε ένα κομμάτι ξύλο κάτω από τη γέφυρα της Κνωσού όπου βρίσκεται μια μεγάλη αλάνα που σταθμεύουν νταλίκες και μεγάλα φορτηγά. Στα πόδια του τρίβονταν δύο σκουρόχρωμες γάτες ικετεύοντας για φαγητό.
Παραδίπλα ένα μαλλιαρός σκυλάκος συμπλήρωνε το σκηνικό.
Καθώς τον κοιτάσα, σήκωσε το χέρι του και μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Έσβησε το τσιγάρο που
κάπνιζε και σήκωσε την χειρουργική μάσκα που ακουμπούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή στο πηγούνι του για να καλύψει στόμα και μύτη.
«-Γιώργος.», μου είπε ξερά.
«-Μάριος.», του απάντησα.
Μου ζήτησε τσιγάρο, αλλά έδειξε να το μετανιώνει αμέσως.
Τον ρώτησα αν χρειαζόταν κάτι άλλο, έδειχνε να το σκέφτεται.
«-Θα μου φέρεις ένα εσπρεσσάκι;» και μου έδειξε την καντίνα λίγα μέτρα παραπέρα.
Το έκανα, με ευχαρίστησε, έκανα να του δώσω το χέρι για να επισφραγίσουμε τη γνωριμία, τραβήχτηκε.
«-Έχουμε πανδημία», παρατήρησε.
Έφυγα για να συνεχίσω την προπόνησή μου.
Μετά από μερικές μέρες τον συνάντησα ξανά, στο ίδιο σημείο, κάπνιζε, οι γάτες έτρωγαν τα υπολείμματα του μεσημεριανού του. Ο σκυλάκος ήταν άφαντος.
Μου έκανε νεύμα ξανά.
«-Να σου φέρω καφεδάκι;», τον ρώτησα.
Έγνεψε αρνητικά, φαινόταν άκεφος, στεναχωρημένος.
Συνέχισε το τσιγάρο του, δεν φορούσε πλέον μάσκα.
«-Πού μένεις;» με ρώτησε.
Του έδειξα το βάθος του δρόμου για να τον αποφύγω, ενοχλήθηκα, θεώρησα την ερώτησή το αδιάκριτη.
Όταν μετά από κάμποση ώρα γύρισα στο σπίτι, τον έφερα στο μυαλό μου, ο ουρανός είχε αρχίσει να χαμηλώνει, ερχόταν βροχή, πού θα περνούσε τη νύχτα; Το σημείο που τον συνάντησα βρεχόταν από παντού, το μπουφάν που φορούσε φαινόταν λίγο για να τον προστατεύσει. Πήρα το αυτοκίνητο, πήγα στο πάρκο, ήταν εξαφανισμένος, το σκοτάδι είχε καλύψει τα πάντα. Φώναξα το όνομά του, τίποτα. Χοντρές ψιχάλες έπεσαν στο πρόσωπό μου.
Ξημέρωσε Κυριακή, στο σπίτι τηγανήσαμε ψάρι και πατάτες. Βάλαμε με τα παιδιά μια μερίδα, λίγο ψωμί, μερικά πορτοκάλια και ξεκινήσαμε για το πάρκο. Με είδε από μακριά, μου έγνεψε ξανά, κινήθηκα προς το μέρος του, τον χαιρέτησα και του έδωσα τη σακούλα. Δεν γύρισε καν να την κοιτάξει, δεν ενδιαφέρθηκε για το περιεχόμενό της. Έπιασε ένα πορτοκάλι βιαστικά και βάλθηκε να το καθαρίσει με τα δάχτυλά του. Μου ζήτησε τσιγάρο ξανά, του έδειξα τα πόδια μου, κατάλαβε.
Η συμπεριφορά του με ξένισε, τόσο που ρώτησα όσους γνωστούς είχα στη γειτονιά μήπως γνώριζαν κάτι περισσότερο.
Η αλήθεια που έμαθα ήταν πιο σκληρή από την πραγματικότητα όπως είχε διαμορφωθεί στο μυαλό μου.
Ο Γιώργος δεν ήταν άπορος.
Ο Γιώργος δεν ήταν άστεγος.
Ο Γιώργος ήταν κάτι τόσο θεωρητικά απλό, όμως τόσο πραγματικά σκληρό και απάνθρωπο.
Ο Γιώργος ήταν αιχμάλωτος της μοναξιάς.
Γόνος μια σχετικά εύπορης οικογένειας της περιοχής, έχασε τους γονείς του λίγο καιρό πριν και ζούσε στην ίδια, ιδιόκτητη πολυκατοικία με την αδερφή του. Καθένας τους κρατούσε από ένα οροφοδιαμέρισμα, η αδερφή του με την οικογένειά της, ο Γιώργος μόνος μιας και δεν παντρεύτηκε ποτέ. Τα τελευταία χρόνια ήταν σε μια διαρκή και αυξανόμενης έντασης σύγκρουση μεταξύ τους με την γειτονιά να γίνεται μάρτυρας των ομηρικών τους καυγάδων και των ακραίων συγκρούσεων.
«-Θέλει να μου πάρει το σπίτι», έλεγε και ξανάλεγε ο Γιώργος στις γειτόνισσες που έδειχναν να τον συμπονάνε και να παίρνουν το μέρος του.
«-Έχει βρωμίσει τον κόσμο, δεν μπορώ να βγω στο μπαλκόνι μου!», έλεγε και η αδερφή του από τη μεριά της, δείχνοντας στους περαστικούς τα μαυρισμένα από τη βρωμιά κουφώματα του μπαλκονιού του αδερφού της καθώς και τα περιττώματα από τις γάτες που κατέβαιναν από τις υδροροές με τη βροχή.
Μια από τις γειτόνισσες που ζούσε το δράμα από το απέναντι μπαλκόνι με πλησίασε και προσπάθησε ψιθυρίζοντας να μου πει λεπτομέρειες.
«-Δεν είναι άστεγος, σπίτι έχουν, μετρητά στην τράπεζα δεν το χωράει μυαλό σου πόσα. Να την αποφύγει προσπαθεί, δεν την αντέχει.
Ο Γιώργος πνιγμένος από την κατάσταση, ξυπνούσε κάθε πρωί στις 6 και πήγαινε 200 μέτρα πιο πέρα από το σπίτι του στο πάρκο όπου τον είχα συναντήσει ξανά και ξανά. Έμενε εκεί όλη την ημέρα, έτρωγε ότι του έδιναν οι γείτονες και οι περαστικοί, τάιζε τις γάτες και τα σκυλιά που τον ακολουθούσαν και καμιά φορά τα μεσημέρια κοιμόταν στην καρότσα ενός εγκαταλελειμμένου φορτηγού λίγο πιο δίπλα. Το βράδυ, όταν πλησίαζε η ώρα την απαγόρευσης κυκλοφορίας, μάζευε τα πράγματά του και γυρνούσε στο διαμέρισμα του για να κοιμηθεί μέχρι την επόμενη που ακολουθούσε το ίδιο πρόγραμμα.
Ο Γιώργος είναι ο πιο άστεγος άνθρωπος από όσους έχω συναντήσει.
Η ιστορία του παρόλο που δεν είχε πείνα, κακουχίες, βρώμικα ρούχα, παρόλο που την ταλαιπωρία που ζούσε την προκαλούσε ο ίδιος στον εαυτό του, είναι για μένα από τις πιο τραγικές ιστορίες ανθρώπων που έχω συναντήσει.
Είναι μια ιστορία ποτισμένη σε κάθε της παράγραφο με χοντρές σταγόνες μοναξιάς.
Ο Γιώργος ήταν ένας άστεγος της ζωής, της καθημερινότητας.
Μετά την καραντίνα, έπαψα να τον συναντώ τακτικά. Η περίοδος εκείνη συνέπεσε με έναν τραυματισμό που είχα και με κράτησε λίγο καιρό μακριά από τις προπονήσεις. Κάποια απογεύματα που βγήκα για χαλαρό περπάτημα στη γειτονιά, είδα το σημείο που συνήθιζε να κάθεται να έχει διαμορφωθεί διαφορετικά, κάποιες πέταξε στα σκουπίδια τις κούτες που είχε μαζέψει, κάποιοι καθάρισαν τον χώρο, μάζεψαν όλες τις ακαθαρσίες.
Ένα απόγευμα πέρασα έξω από το σπίτι του. Τα κουφώματα ήταν καθαρά, τα ντουβάρια φρεσκοβαμμένα, είδα ένα νεαρό κορίτσι να σφουγγαρίζει το μπαλκόνι. Χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου.

Προχτές τον συνάντησα τυχαία μετά από πολύ καιρό.
Στεκόταν σε ένα συρμάτινο φράχτη δίπλα στο πάρκο, λίγο παραπάνω από το παλιό του καταφύγιο.
Κρατούσε ένα καρβέλι ψωμί και το μοίραζε στις κοτούλες που ήταν πίσω από τον φράχτη. Κάπνιζε.
Τον φώναξα, γύρισε, ανταπέδωσε με ένα βαριεστημένο βλέμμα και συνέχισε ό,τι έκανε.
Ρίγησα.
Νόμιζα ότι στη ζωή μου είχα βιώσει τόση μοναξιά που μπορούσα να διακρίνω πότε ένας άνθρωπος νοιώθει μόνος.
Όμως, ο Γιώργος δεν ήταν απλά μόνος.

Τον είχε καταπιεί η μοναξιά….

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό.... (Ο Λόρκα και η μουσική)

 

Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (Federico García Lorca) εκτελέστηκε από τους φασίστες του Φράνκο σε ηλικία μόλις 38 ετών.
Θεωρείται ως ο κορυφαίος Ισπανός ποιητής και συγγραφέας του 20 αιώνα και είναι παγκοσμίως γνωστός για την ποιητική του τριλογία 
«Ματωμένος γάμος», «Γέρμα» και «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» που μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες μεταξύ άλλων και στα Ελληνικά.
Η κεντρική θεματική των έργων του που ισορροπούν μεταξύ της παράδοσης και του μοντερνισμού, περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα, την υπερηφάνεια, το πάθος και τον βίαιο θάνατο, ένα θάνατο που βίωσε τελικά και ο ίδιος λίγο μετά το ξέσπασμα του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου αφού στα λίγα χρόνια της ζωής του πρόλαβε να ζήσει έντονα και να ερωτευτεί σφοδρά.
Ο πατέρας του ποιητή, 
Φεδερίκο Γκαρθία Ροδρίγκεθ ήταν αγρότης και η μητέρα του Βιθέντα Λόρκα Ρομέρο δασκάλα, και οι δύο αγαπούσαν πολύ τη μουσική και εμφύσησαν την αγάπη τους και στα παιδιά τους. Η μουσική τον επηρέασε τόσο πολύ που συχνά στα έργα του κάνει σαφείς αναφορές, ενώ στο μυαλό του από μικρός είχε το πιάνο ως μελλοντική του ενασχόληση και έβλεπε στο μέλλον του μια σπουδαία μουσική καριέρα, πριν οι γονείς του που έκαναν όνειρα για καριέρα του στην νομική επιστήμη του το απαγορεύσουν.
Στα 17 του χρόνια γράφει το πρώτο του ποίημα από το οποίο σώζονται μόνο οι στίχοι που απομνημόνευσε η αδερφή του και όπως της άρεσε να λέει, της σημάδεψαν τη ζωή:
"Έχω μάτια γαλανά, όπως τα μάτια του σύννεφου και μια καρδιά που μοιάζει με την αιχμή της φλόγας"
Ο Λόρκα δεν ήθελε το έργο του να δημοσιεύεται και δεν ξεχνούσε ποτέ να τονίζει ότι:
«Η ποίηση δημιουργείται για ν’ απαγγέλλεται. Σ’ ένα βιβλίο είναι νεκρή»
Προτιμούσε να απαγγέλλει την ποίησή του και να διαβάζει τα θεατρικά του έργα σαν μεσαιωνικός τροβαδούρος, κρατώντας την παράδοση ζωντανή. Με την παράδοση άλλωστε είχε ιδιαίτερα θερμή σχέση, σ' αυτή έβρισκε καταφύγιο κι εκείνη συμβουλευόταν για τις δημιουργίες του.
Ο Λόρκα ήταν ελεύθερος άνθρωπος και αυτή ήταν και η πολιτική του αντίληψη. Όπως συνήθιζε να λέει:
«Είμαι καθολικός, κομμουνιστής, αναρχικός, φιλελεύθερος και συγχρόνως συντηρητικός και μοναρχικός»
Ήταν γνωστό ότι δεν ήθελε να ανήκει πουθενά.

Ο Λόρκα ήταν αναμφίβολα ο σπουδαιότερος Ισπανός ποιητής και μια από τις ηγετικές προσωπικότητες της "Γενιάς του '27".
Τον Ιούλιο του 1936 η ανταρσία του Φράνκο που πυροδότησε τον Ισπανικό εμφύλιο, βρήκε τον Λόρκα στη Γρανάδα να ψάχνει να βρει την οικογένειά του. Επέλεξε να μην ανακατευτεί με κανένα από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, μια ουδετερότητα που δεν τον βοήθησε να επιβιώσει τελικά καθώς οι φασίστες ήταν πεπεισμένοι για τα αριστερά του φρονήματα και ήθελαν να στερήσουν την Ισπανία από την ελεύθερη φωνή της...
Το γεγονός πως ανακοίνωνε ελεύθερα πως ήταν ομοφυλόφιλος είχε ενοχλήσει πολλούς στην καθαρά συντηρητική Ισπανία και αυτή η θεωρία ως κίνητρο της δολοφονίας του θεωρείται πολύ διαδεδομένη.
Ο τάφος του Λόρκα δεν βρέθηκε ποτέ και η τοποθεσία του αποτελεί μυστήριο μέχρι σήμερα. 

Το έργο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα έγινε ευρύτατα γνωστό στην Ελλάδα από τη μελοποίηση των ποιημάτων του αλλά και την μετάφραση κάποιων από τα θεατρικά του έργα.
Η πιο γνωστή μεταφορά στα ελληνικά είναι ο "Ματωμένος γάμος" που παρουσιάστηκε το 1948 σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν, μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και στίχους του Νίκου Γκάτσου ο οποίος είχε κάνει και την μετάφραση του έργου ενώ τα τραγούδια της παράστασης παρέμειναν ανέκδοτα μέχρι το 1965 οπότε κυκλοφόρησαν με τη φωνή του Λάκη Παππά.
Δύο εξαιρετικές ερμηνεύτριες στόλισαν με τη φωνή τους την ποίηση του Λόρκα, η Φλέρυ Νταντωνάκη ("Πέρα στο θολό ποτάμι" και "Το τριαντάφυλλο" 1959) καθώς και η Αρλέτα ("Romancero Gitan" 1978).
Ακολούθησαν κι άλλοι, ο Χρήστος Λεοντής το 1974 με τις ερμηνείες του Μανώλη Μητσιά και της Τάνιας Τσανακλίδου, ο Σταύρος Ξαρχάκος ("
Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας" με την αξεπέραστη φωνή του Μάνου Κατράκη στην αφήγηση), ο Νίκος Μαμαγκάκης με την εξαιρετική ερμηνεία της Νένας Βενετσάνου το 1983 και άλλες λιγότερο γνωστές.

Όμως είναι πιστεύω κοινά αποδεκτό ότι αν δεν ήταν ο Γιάννης Πουλόπουλος το 1969 να ντύσει με τη φωνή του τα "12 τραγούδια του Λόρκα", θα είμασταν λιγότεροι σήμερα αυτοί που γνωρίζουμε την ποίηση ενός τόσο σημαντικού λογοτέχνη παγκόσμιας εμβέλειας.
Ήταν τα ταραγμένα χρόνια της δικτατορίας, ήταν ότι ο Λόρκα άσχετα αν το επιθυμούσε η όχι όσο ήταν ζωντανός, αποτελεί σύμβολο αντιφασιστικό και παράδειγμα πνεύματος ελεύθερου και έρωτα συμβολικού που έκανε τον συγκεκριμένο δίσκο να αποτελεί ένα από τα πιο κλασσικά αλμπουμ της ελληνικής δισκογραφίας, διαχρονικά επίκαιρο μέχρι και τις μέρες μας.




Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Μια φωτογραφία, όλη η χρονιά όπως θα ήθελα να είναι!

 

Είναι από τις στιγμές που συμβαίνουν και αν προλάβεις να τις δεις, τις είδες, διαφορετικά φεύγουν και κυλάνε παρακάτω.
Είναι από τις φωτογραφίες που αν προλάβεις να τις τραβήξεις, κάνεις το ανομολόγητο, φυλακίζεις ουσιαστικά μια μοναδικότητα που όμοιά της δεν πρόκειται να υπάρξει.
Είναι μια οντότητα αυτή η εικόνα που αν έχεις τα μάτια και το μυαλό ανοικτά, θα τη ζήσεις. Αν όχι, θα σε προσπεράσει και θα συνεχίσει το βίο της, αφήνοντάς σε ήρεμο που δεν έχασες και κάτι που στο κάτω κάτω δεν μπόρεσες να αντιληφθείς την ύπαρξή του.
Είναι μια σκηνοθεσία όλο αυτό που ταυτίζεται απόλυτα με τη ζωή, το ανώτερο στήνει τα πιόνια και είσαι ελεύθερος με όποιες κινήσεις επιλέξεις να καθορίσεις τί θα συμβεί στο επόμενο βήμα.

Αυτή η φωτογραφία που τράβηξα χτες, είναι μια από τις καλύτερες λήψεις που έχω κάνει ποτέ.

Είμαι σίγουρος ότι το 2023 θα είναι γεμάτο από δαύτες!