Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Καλοκαίρια στο Τσαλικάκι...


Αριστερά η παράγκα, στη μέση η μία ελια, η κούνια στηρίζεται
στην άλλη και δεξιά στο βάθος το αμπέλι

Ο Αύγουστος είναι ο μήνας των παιδικών μου αναμνήσεων.
Πώς να ξεχάσω τόσες θύμησες που είναι μαζεμένες στο μυαλό μου;
Θυμάμαι τις μέρες που ζούσαμε με τον παππού και τη γιαγιά στην παράγκα τους στο Τσαλικάκι. Τότε που κοιμόμασταν όλα τα αδέρφια αγκαλιά στα παλιά μεταλλικά κρεβάτια, προίκα της γιαγιάς. Θυμάμαι το παλιό φανάρι του πετρελαίου και τον «αγώνα» που έδινε κάθε βράδυ ο παππούς για να το ανάψει! Και όταν πλέον τα κατάφερνε, θυμάμαι την ευχαρίστησή μας που γέμιζε ο τόπος φως και καθόμασταν όλοι μαζί γύρω από το αυτοσχέδιο ξύλινο τραπέζι για να φάμε, να πούμε ιστορίες. Για να γελάσουμε μέχρι να κλείνουν τα μάτια μας από τη νύστα, ή μέχρι να μας σβήσει ο παππούς το παλιό φανάρι για να αναγκαστούμε να πάμε για ύπνο!
Θυμάμαι τη μυρωδιά που είχε η παράγκα τα πρωινά που έπεφταν στην οροφή της οι πρώτες ακτίνες φωτός. Μύριζε ζεστό πλαστικό, από τον μουσαμά που χρησιμοποιούσε ο παππούς για να σφραγίζει τις χαραμάδες στα τοιχώματα της παράγκας για να μην μπαίνει ο αέρας και κρυώνουμε το βράδυ. Και μετά, θυμάμαι το ξύπνημα με την μυρωδιά από τον καφέ και το κακάο  που έφτιαχνε το πρωί η γιαγιά πριν ξεκινήσει ο… «καυγάς» μεταξύ μας για το ποιος από όλους θα χρησιμοποιούσε για το πρωινό του ρόφημα τη «χειλού», την πορσελάνινη φλιτζάνα με τα χοντρά τοιχώματα, σαν σαρκώδη χείλη. Ήταν τότε που τα παιδιά ψάχναμε ασήμαντες αφορμές για αντιπαράθεση, λες και ήταν απαραίτητο συστατικό για να δέσει η καθημερινότητά μας.
Θυμάμαι το βορεινό παράθυρο της παράγκας, πάνω από το κρεβάτι που κοιμόταν η γιαγιά, το ανοίγαμε κάθε πρωί  και η ματιά μας έφτανε μέχρι τη θάλασσα για να δούμε τον κυματισμό, κριτήριο για το αν θα πηγαίναμε για μπάνιο. Κάπου εκεί δίπλα είχαμε χαράξει όλα τα αδέρφια το όνομά μας, χάθηκαν τα χαράγματα με τα χρόνια, χάθηκε και η θάλασσα από το παράθυρο καθώς γέμισε ο ορίζοντας πολυώροφα σπίτια.

Θυμάμαι ακόμα μια χρονιά που μέναμε στην παράγκα, αρχές Σεπτέμβρη πρέπει να ήταν, που έπιασε ξαφνικά μια καλοκαιρινή μπόρα, η παράγκα άρχισε να μπάζει νερό από παντού και ο παππούς με την γιαγιά από τη μια έτρεχαν πανικόβλητοι να βρούν ένα μεταφορικό μέσο να μας μαζέψει να μας πάει στο πατρικό μας και από την άλλη προσπαθούσαν να σώσουν ό,τι προλάβαιναν από το καλοκαιρινό νοικοκυριό που έγινε μούσκεμα!
Πώς αλήθεια γίνεται να ξεχάσω τον τρύγο, ευλόγησε και τη δική μου γενιά αυτή η πανάρχαια ιερή τελετουργία. Το αμπέλι μας στο Τσαλικάκι δεν ήταν μεγάλο, όμως ο παππούς το αγαπούσε και το φρόντιζε όσο του επέτρεπαν οι γνώσεις και η εμπειρία του. Ήταν η μόνη του περιουσία αυτό το αμπέλι, προίκα της της γιαγιάς μου, η μόνη του ασχολία μετά την συνταξιοδότηση.
Πώς να ξεχάσω το πρωινό στο αμπέλι τη μέρα του τρύγου, τη μυρωδιά του ώριμου σταφυλιού που γέμιζε τα ρουθούνια. Τη ζέστη του Αυγούστου. Τα δεκάδες ζωύφια που μας «πολιορκούσαν» προκαλώντας μας πανικό, άμαθοι όπως ήμασταν στη ζωή της εξοχής. Πώς να ξεχάσω τα «τσιγκάκια», τα πλαστικά καλάθια που κουβαλούσαν οι μεγάλοι τα κομμένα σταφύλια, την «αλουσά», το υγρό που βουτούσαν τα σταφύλια για να σταφιδιάσουν, τα «τσαπράζια», τα κυρτά μαχαίρια που χρησιμοποιούσαν για να κόβουν τα σταφύλια, πόλεμος γινόταν θυμάμαι κάθε χρονιά για το ποιος θα πάρει ποιο τσαπράζι από αυτά που φύλαγε ο παππούς πάνω από την πόρτα της παράγκας!
Θυμάμαι τα χέρια μου που ήταν γεμάτα πληγές από το τσαπράζι, την κοιλιά που μου πονούσε από τα πολλά σταφύλια που είχα φάει όλη την ημέρα. Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω το μεσημεριανό φαγητό κάτω από τη σκιά της εκατοντάχρονης ελιάς δίπλα στην παράγκα που κατά κανόνα περιελάμβανε μακαρόνια με κιμά και χωριάτικη σαλάτα! Θυμάμαι όλοι, συγγενείς και εργάτες, καθόμασταν γύρω από το χαμηλό τραπέζι για να φάμε και τις περισσότερες φορές, όλοι προτιμούσαν τις «βουτιές» στην πλούσια σαλάτα αντί για την μακαρονάδα που μύριζε βούτυρο!
Δεν πρόκειται ποτέ όσο ζω να ξεχάσω το αμπέλι μας στο Τσαλικάκι που το ξεπατώσαμε για χάρη μιας επιδότησης, την παράγκα μας που την γκρεμίσαμε για χάρη της ρυμοτόμησης, τις δυο γέρικες ελιές που τις κόψαμε για καυσόξυλα.
Το αμπέλι αν και γέρικο μας χάριζε καρπούς μέχρι την τελευταία στιγμή της ύπαρξής του.
Η παράγκα μέχρι που άρχισε να καταρρέει από την εγκατάλειψη, ποτέ δεν αρνήθηκε την φιλοξενία κάτω από την στέγη της.
Οι ελιές μας αν και εκατοντάχρονες ποτέ δεν αρνήθηκαν σε κανέναν τη σκιά, τη δροσιά, την ηρεμία που χάριζε η φυλλωσιά τους, τον ήχο που μοίραζαν απλόχερα όταν το καλοκαιρινό αεράκι τους χάιδευε τα γερασμένα κλαδιά….




 

Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Και οι άνθρωποι σωπαίνουν....





Έλκω την καταγωγή μου από ένα μικρό χωριό του νομού Λασιθίου, την Βουλισμένη Μεραμπέλου.
Το χωριό μου σήμερα ζει στη σκιά της παρακείμενης κωμόπολης, της Νεάπολης, είναι καταδικασμένο κατά κάποιο τρόπο να συνυπάρχει με την μεγάλη αδερφή του που κάποτε ξεπερνούσε σε έκταση και αίγλη. Δεν είναι τυχαίο που οι παλιοί αποκαλούσαν την Βουλισμένη "Μικρό Παρίσι".
Ο τόπος μου γέννησε σημαντικούς ανθρώπους. Ανθρώπους γραμματιζούμενους που ξεπέρασαν τα στενά όρια ακόμα και της Κρήτης και έκαναν γνωστό τον τόπο καταγωγής μας σε όλη την Ελλάδα.
Λίγα μέτρα από το χωριό βρίσκονται τα ερείπια της μονής Φραρώ του Αγίου Αντωνίου των Φραγκισκανών μοναχών που σύμφωνα με την παράδοση, ξεκίνησε την πνευματική του πορεία ο μοναδικός Ελληνικής καταγωγής Πάπας της Καθολικής εκκλησίας, ο Αλέξανδρος ο 5ος, κατα κόσμο Πέτρος Φίλαργης.
Ένα από τα παιδιά της Βουλισμένης για τον οποίο είμαι περήφανος τόσο για την κοινή μας καταγωγή όσο και το κοινό μας επώνυμο που φανερώνει τη συγγένεια που μας ενώνει, είναι ο Ευάγγελος Ψαλιδάκης.
Γεννήθηκε το στις 11 Σεπτεμβρίου 1912 στη Βουλισμένη. Αποφοίτησε από την θεολογική σχολή της Χάλκης το 1935, χειρονήθηκε πρεσβύτερος στις 11 Νοεμβρίου 1936 παίρνοντας το όνομα "Ευγένιος", την ίδια μέρα που έλαβε και το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη. Υπηρέτησε ως γενικός αρχιερατικός επίτροπος της Μητροπόλεως Κρήτης μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 1946 οπότε και χειρονήθηκε επίσκοπος Αρκαδίας.
Στις 23 Μαΐου 1950 εξελέγη Μητροπολίτης Κρήτης.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1967 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο.
Εκοιμήθη στο Λονδίνο στις 7 Φεβρουαρίου 1978.


Τον Ευγένιο δεν τον γνώρισα ποτέ. Τον ξέρω μόνο από αφηγήσεις ανθρώπων που τον συνάντησαν και όλοι ανεξαιρέτως μιλάνε για έναν άνθρωπο λεβέντη, χαμογελαστό, έναν άνθρωπο άξιο που πάντα είχε σαν πρώτο του μέλημα να απαλύνει τον πόνο του διπλανού του. Να βοηθήσει.
Σαν ένα άνθρωπο με βλέμμα καθάριο, αληθινό ιεράρχη που δεν ξεχώριζε τους ανθρώπους ακόμα και αν ανήκαν σε διαφορετικό δόγμα.
Σαν ένα παπά "αντάρτη" που στα χρόνια της κατοχής έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να σώσει ακόμα και μια ψυχή, έναν επικυρηγμένο, να ταΐσει μια οικογένεια που πεινούσε.
Με κάθε κόστος.
Αντίθετα με όσα έχουν ακουστεί, ο Ευγένιος δεν αφόρησε ποτέ τον Καζαντζάκη, δεν θα μπορούσε να το κάνει ποτέ, σαν μορφωμένος άνθρωπος, σαν κρητικός, σαν άνθρωπος που πάντα σεβόταν την διαφορετικότητα.


 Αυτές τις μέρες ένοιωσα υπερήφανος διαβάζοντας το εξαιρετικό βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη "Και οι θάλασσες σωπαίνουν" καθώς στις σελίδες της έρευνας ουσιαστικά του συγγραφέα αναφορικά με την τύχη των Κρητών Εβραίων το 1944, είδα τρεις πολύ σημαντικές αναφορές στο όνομα του Ευγένιου.


"...Αλλά μην νομίζετε πως ήταν εύκολο να προσεγγίσει κανείς τους χώρους στους οποίους κρατούνταν, όλως ιδιαιτέρως τον χώρο που κρατούνταν οι Εβραίοι (σ.σ. ο συγγραφέας αναφέρεται στην στοά Μακάσι των Ενετικών τειχών). Πάνοπλοι φύλακες απαγόρευαν τη διάβαση. Όσο βρισκόμουν εκεί άφησαν μόνο τρεις παπάδες να περάσουν - ένας εξ αυτών ο αρχιμανδρίτης Ευγένιος Ψαλιδάκης - και τρεις κοπέλες με περιβραχιόνιο του Ερυθρού Σταυρού. Οι παπάδες κουβαλούσαν γεμάτους ντορβάδες, υποθέτω για περιείχαν τροφές, αλλά τους κατέσχεσαν στα φυλάκια, η φιλανθρωπία εκ μέρους των ιδιωτών  απαγορευόταν..."


"...Ο αρχιμανδρίτης ξεχωρίζει στο πλήθος. Φαίνεται ψηλός και γεροδεμένος. Ένας ντόπιος ναυτικός σκουντά τον διπλανό του. "Ο Ευγένιος". Πειραιώτης ο άλλος, δεν ξέρει. "Ποιός είπες;". "Ο Ευγένιος". "Δηλαδή;"."Πρωτοσύγγελος είναι, τοποτηρητής του Δεσπότη. Δεν έχει ακόμα τον βαθμό του επισκόπου, αλλά λογίζεται πιότερο κι από Μητροπολίτης".


"... Ο ναύτης Σαράντης μένει κολλημένος στην ίδια θέση. Με το βλέμμα καρφωμένο στο διάκο. Δεν ξέρει ότι λίγες μέρες αργότερα τούτος ο διάκος θα ψάχνει τρόπους να ειδοποιήσει κάποιες οικογένειες. Όσες μπορούσε να θυμηθεί. Κι ακόμη πιο μετά, δεκαετίες μετά, θ' ακουστεί κάτι σαν αδέσποτη φήμη: "ο αρχιμανδρίτης έχωσε στα ράσα του ένα ή δύο βρέφη για να τα σώσει, δυο Εβραιόπουλα. Φήμη μόνο. Ποιός να την επιβεβαιώσει; Και ποιός να τη διαψέυσει;"


Πριν από πολλά χρόνια βρέθηκα στο μοναστήρι της Αγίας Ειρήνης στον Κρουσώνα. Στο τοίχο του καθιστικού που οι καλόγριες έφτιαχναν καφέ για τους επισκέπτες, υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφία του Ευγένιου. Την κοιτούσα για ώρα με θαυμασμό και απορία συνάμα.
Με πλησίασε μια καλόγρια και μου είπε:
"-Έχετε τα ίδια μάτια με τον μακαριστό μητροπολίτη!".
Ίσως....



Η προτομή του Ευγένιου μπροστά από τον Μητροπολιτικό ναό
του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο



Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

Η Παναγία του Χάνδακα....

Σήμερα γιορτάζουν οι Παναγίες όλου του κόσμου.
Όχι μόνο εκείνες που "ζουν" σε ναούς, ζωγραφισμένες σε ξύλο, που ακούν με υπομονή και κατανόηση τα προβλήματα όσων πιστεύουν σε εκείνες.
Γιορτάζουν οι "Παναγίες" του κόσμου τούτου, οι γυναίκες οι πονεμένες που ψάχνουν καταφύγιο από τον πόνο, που έχουν χάσει δικούς τους ανθρώπους, που αντιμετωπίζουν προβλήματα πέρα από την λογική και ψάχνουν λύτρωση στο εξώκοσμο, στο μη προφανές.
Από το πρωί που ξύπνησα, από το μυαλό μου δεν μπορεί να βγει μια πολύ καλή μου φίλη, όχι τυχαία.
Είναι μια από τις "Παναγίες" που περιγράφω παραπάνω.
Η Λυβία είναι μια εξαιρετική γυναίκα, δυναμική επιχειρηματίας, παντρεμένη με δύο παιδιά. Εδώ και δύο χρόνια περίπου ταλαιπωρείται από μια ασθένεια και δίνει παλικαρίσια τον αγώνα της. Με το κεφάλι ψηλά, το χαμόγελο στα χείλη, χωρίς να το βάζει κάτω ούτε στιγμή.
Για να μπορέσει να ξεχαστεί λιγάκι από την περιπέτειά της, τα παιδιά και ο άντρας της της έκαναν δώρο το ταξίδι που ονειρευόταν χρόνια. Το ταξίδι στη Βενετία.
Το περίμενε με λαχτάρα και ανυπομονησία, σαν παιδί που περιμένει να κλείσουν τα σχολεία για να βρεθεί με τους φίλους του.
Έτσι κι εκείνη, μετρούσε ανάποδα τις μέρες και τις υποχρεώσεις που έπρεπε να φύγουν για να μπορέσει να βρεθεί στην πόλη που όχι άδικα, στην πόλη που λαχταρούσε από παιδί.
Είχαμε να μιλήσουμε καιρό.
Ένα πρωί Κυριακής, εκεί στα μέσα του Μάρτη, μου έστειλε την παραπάνω φωτογραφία. Είναι από την Santa Maria della Salute.
Δεν είναι ένας τυχαίος ναός της Παναγίας.
Όσοι αγαπάμε το Ηράκλειο και ενδιαφερόμαστε για το παρελθόν του, γνωρίζουμε πως στον ναό αυτό φυλάσσεται από το 1669 που φυγαδεύτηκε από τους Ενετούς λόγω της κατάληψης του Χάνδακα από τους Τούρκους, η εικόνα της Παναγίας Μεσοπαντίτισσας που μέχρι τότε βρισκόταν στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Τίτου.
Η Λυβία ξέρει πως ένας από τους λόγους που θα ήθελα να βρεθώ κάποια μέρα στη Βενετία, είναι αυτός ο ναός. Αυτό το εικόνισμα.
Κάτω από την φωτογραφία μου έγραφε:
"-Κάθησα μπρος από την εικόνα της και έκλαψα.
Της είπα ότι κάποτε θα πας κι εσύ"
Δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματά μου τόσο για την φωτογραφία, όσο και για το μήνυμα.
Η καρδιά μου δέθηκε κόμπος, όμως μόνο για μία στιγμή.
Μετά συνειδητοποίησα πως, ένας άνθρωπος που περνάει μια τέτοια περιπέτεια και ζούσε το ταξίδι που πάντα ονειρευόταν, είχε την ευαισθησία να πάρει μαζί του όλους εκείνους που το λαχταράνε και όχι να το κρατήσει για τον εαυτό της!
Αυτό είναι πραγματικό μεγαλείο ψυχής.
Αυτή είναι μια πραγματική "Παναγιά" που, παρόλο που ζει στον πόνο και την αμφιβολία, έχει την ευαισθησία να νοιαστεί για όλους τους υπόλοιπους, πέρα από τον εαυτό της.

Χρόνια πολλά.
Μακάρι να υπάρχουν "Παναγίες" για πάντα στον κόσμο ώστε να υπάρχει λόγος ύπαρξης.





Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Ένας χρέος ψυχής, 24 χρόνια μετά...

 Πρέπει να ήταν τον χειμώνα του 1992. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, είχε μόλις κυκλοφορήσει η "Σφεντόνα" του Βασίλη.
Στο σχολείο είχαμε κατάληψη, οι καταλήψεις ήταν κάτι το συνηθισμένο, το εύκολο εκείνη την εποχή. Θυμάμαι κάναμε κατάληψη χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος, επειδή δεν είχαν νερό οι τουαλέτες, εδώ που τα λέμε ούτε τουαλέτες δεν είχαμε καλά καλά στο 3ο ΤΕΛ αλλά ούτε που μας ένοιαζε.
Υπήρχε μια καβάτζα στο προαύλιο του σχολείου που τη χρησιμοποιούσαμε για να καπνίζουμε στα διαλείμματα και για να ξεμοναχιάζουμε τα κορίτσια το χειμώνα που οι μέρες ήταν μικρές και τις τελευταίες διδακτικές ώρες έπεφτε σκοτάδι.
Στο σημείο εκείνο, δίπλα από το εργαστήριο της μηχανολογίας ανάβαμε κάθε βράδυ φωτιά στην κατάληψη, καθόμασταν όλοι τριγύρω, καπνίζαμε και τη χαζεύαμε μέχρι να περάσει η ώρα, μέχρι να βρωμίσουν τα ρούχα μας. Μέχρι να φύγει και ο τελευταίος από την παρέα.
Θυμάμαι ακόμα πόσο βαρύς ήταν εκείνος ο χειμώνας. Από τη μια το κρύο, από την άλλη τα μηχανάκια που δεν τα αφήναμε λεπτό, το πώς γλίτωσα την πνευμονία εκείνη τη χρονιά παραμένει ένα μυστήριο.
Ίσως ήταν η πιο κρύα βραδυά της χρονιάς. Είχαμε μαζευτεί από νωρίς στο σχολείο, κανείς μας δεν είχε όρεξη να μείνει μέχρι αργά. Μαζεύτηκε όμως η παρέα και δεν θέλαμε να τη σπάσουμε.
Προσπαθούσαμε, ξαναπροσπαθούσαμε να ανάψουμε φωτιά, τίποτα. Τα ξύλα ήταν βρεγμένα από την πρωινή βροχή και δεν αρπούσαν με τίποτα! Τί Βic, τί  Ζippo, τί από τους άλλους με την αντίσταση, καμία τύχη.
Κάποια στιγμή ήρθαν κοντά ο Δημήτρης με τον Βαγγέλη. Τους άκουσα από μακριά να πλησιάζουν γιατί τραγουδούσαν ένα ξένο κομμάτι που έπαιζε πολύ εκείνη την εποχή στην τηλεόραση σε μια διαφήμιση. ο Λευτέρης που ήταν δίπλα μου σήκωσε τα δύο του χέρια και τους έδωσε δυο φάσκελα! Το γέλιο μας αντήχησε μέχρι το μηχανουργείο!
Ο Δημήτρης μας είδε που προσπαθούσαμε να ανάψουμε τη φωτιά και τσατισμένος όπως ήταν από την προηγούμενη χειρονομία, με κοίταξε κοροϊδευτικά, δήθεν με περιφρόνηση και μου είπε:
"-Καλά ρε, αυτή τη φωτιά εγώ μπορώ να την ανάψω με ένα μόνο σπίρτο!".
Θυμάμαι το βλέμμα του σαν να το είδα ένα λεπτό πριν.
Τον Δημήτρη τον αγαπούσα γιατί η ματιά του ήταν πάντα σπινθηροβόλα. Καθαρή. Όλο ειλικρίνεια.
Δεν τον θυμάμαι ποτέ νευριασμένο, δεν θυμάμαι να τσακώθηκε ποτέ με κάποιον από την παρέα.
Δεν θυμάμαι ποτέ να τον πείραξε κάποιος. Κανείς δεν τολμούσε, ήξερε πως θα ήταν σαν να τα βάζει με όλους μας.
Ο Δημήτρης ήταν ίσως το καλύτερο παιδί που γνώρισα στα σχολικά μου χρόνια. Δεν ήταν αδύναμος, απλά δεν του άρεσε να εντυπωσιάζει. Μέσα του επικρατούσε μια δημιουργική τρικυμία, πάντα ασχολιόταν με κάτι, πάντα κάτι κατασκεύαζε, πάντα κάτι προσπαθούσε να φτιάξει, εκεί στο αποθηκάκι στην ταράτσα του πατρικού του σπιτιού. Γιατί ο Δημήτρης ήταν πανέξυπνος, ένα πραγματικό "σπίρτο" όπως εκείνο που θα χρησιμοποιούσε τάχα μου για να ανάψει τη φωτιά στο προαύλιο του 3ου εκείνο το κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα. Κι ήταν το μόνο που κατάφερε να μας κάνει να τον αποκαλούμε έτσι για υπόλοιπο της σχολικής μας συμβίωσης....
Έτσι αθόρυβα όπως έζησε, έτσι ακριβώς αποφάσισε να φύγει.
Τον καταραμένο Ιούλιο που έφυγαν και οι τρεις, ο Δημήτρης ήταν ο μόνος που δεν ακολουθήσαμε μέχρι την τελευταία του κατοικία. Οι γονείς του αποφάσισαν να τον κηδέψουν στο χωριό...
Ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να τον αποχαιρετήσω όπως τον Λευτέρη και τον Βαγγέλη.
Ποτέ όλα αυτά τα χρόνια δεν μπόρεσα να πάω κοντά του, να του μιλήσω. Να του πω τα νέα μου. Να νοιώσω λιγάκι ξανά έφηβος, να φέρω στο μυαλό τις βλακείες που κάναμε, που τώρα που το σκέφτομαι, είναι η μεγαλύτερη μου περιουσία που απέκτησα στα σχολικά μου χρόνια.
Να του πω πως κατά βάθος τον ζηλεύω που εκείνος παρέμεινε 18 ενώ εγώ μεγάλωσα, γκριζάρισαν τα μαλλιά μου και αγωνίζομαι στην θολή καθημερινότητα να μην ξεχάσω το παρελθόν, τις στιγμές που ζήσαμε που και εμένα κρατάνε ζωντανό και εκείνους έστω και μέσα στο μυαλό μου.
Να του πω πως ο ανιψιός του ήταν συμμαθητής με τον γιό μου και πως τα μάτια μου βούρκωσαν όταν άκουσα την Ευτυχία να τον φωνάζει "Δημήτρη"....
Φέτος, μετά από 24 χρόνια αποφάσισα πως θα έπρεπε πλέον να εκπληρώσω το χρέος μου, του το είχα υποσχεθεί άλλωστε κι εκείνη τη μέρα που τον είδα για τελευταία φορά στο πατρικό του.
Μπήκα στο δρόμο απόγευμα, ολομόναχος, αποφασισμένος να μην σταματήσω πουθενά παρά μόνο στο Κράσι. Σταμάτησα στο δρόμο, αγόρασα ένα πακέτο Camel και ένα κουτί, τί άλλο, σπίρτα.
Στην είσοδο του χωριού λίγο πριν από το πλατάνι της πλατείας είναι το κοιμητήριο. Ανέβηκα τα σκαλιά, η πόρτα έτριξε καθώς την έσπρωξα για να ανοίξει.
Ο Δημήτρης πρώτος πρώτος με υποδέχτηκε χαμογελαστός όπως εκείνη τη μέρα στην κατάληψη.
Άνοιξα τα τσιγάρα, γύρισα ανάποδα το πρώτο στο πακέτο, πάντα το έκανε αυτό ο Δημήτρης.
"-Φιλαράκι ήρθα. Καθυστέρησα αλλά ήρθα."