Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών....

 

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι ένα στολίδι όχι μόνο για την Αθήνα αλλά και για όλη την Ελλάδα.
Βρίσκεται δύο βήματα από την Ομόνοια, δίπλα ακριβώς από το Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Κατασκευάστηκε το 1866 σε οικόπεδο που παραχώρησε η Ελένη Τοσίτσα με σκοπό να στεγάσει όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα του Κεντρικού Αρχαιολογικού Μουσείου που ιδρύθηκε το 1834 και στεγαζόταν προσωρινά στο ναό του Ηφαίστου, το λεγόμενο Θησείο.
Η αρχαιολογική συλλογή του μουσείου εμπλουτιζόταν συνεχώς μέχρι το 1925 που αποφασίστηκε η επέκτασή του. Δυστυχώς αν και το νέο τμήμα του κτιρίου ήταν έτοιμο το 1939, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ανάγκασε τους ανθρώπους του μουσείου να μην προχωρήσουν σε νέες εκθέσεις αρχαιοτήτων.
Αντίθετα, στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν τα πολύτιμα ευρύματα από τους εισβολείς, πραγματοποίησαν μεγάλης κλίμακας εργασίες απόκρυψης κατά τις οποίες όλα τα χρυσά και πολύτιμα αντικείμενα εγκιβωτήστηκαν και κρύφτηκαν στα θησαυροφυλάκια της Τράπεζας της Ελλάδας. Παράλληλα, τα περισσότερα  γλυπτά και αγγεία αποκρύφθησαν στα υπόγεια του μουσείου ενώ ειδικά τα χάλκινα εγκιβωτήστηκαν με ειδική μνεία για την μόνωσή τους από την υγρασία.
Για την απόκρυψη των μεγάλων μαρμάρινων αγαλμάτων ανοίχτηκαν μεγάλοι λάκκοι στους εκθεσιακούς χώρους του κτιρίου ενώ όλα τα υπόγεια της νέας πτέρυγαν γέμισαν με τόνους άμμου για να καλύψουν τα αρχαία που τοποθετήθηκαν εκεί.
Η αποκατάσταση των ευρυμάτων και του κτιρίου ξεκίνησαν το 1946, με την πρώτη προσωρινή έκθεση να εγκαινιάζεται το 1950. 
Η τελευταία ανακαίνιση του κτιρίου πραγματοποιήθηκε από το 2003 έως το 2005 με αφορμή την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από τον σεισμό του 1999.

Έχω την εντύπωση πως, τουλάχιστον για τους ανθρώπους της ηλικίας μου, το Εθνικό Αρχαιολογικό ζει κάτω από την σκια της Ακρόπολης των Αθηνών και του Μουσείου της καθώς είναι αρκετοί, κυρίως οι επισκέπτες της πόλης, που δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή του!
Είναι χαρακτηριστικό δε το παράπονο που μου εξέφρασαν οι φύλακες του μουσείου πως, ακόμα και οι κάτοικοι της Αθήνας αγνοούν την πολυτιμότητα της ύπαρξής του και δεν το επισκέπτονται ποτέ, σε αντίθεση με τους επισκέπτες που έρχονται από χώρες του εξωτερικού και έρχονται στον χώρο προετοιμασμένοι για τα εκθέματα που θα συναντήσουν.
Και είναι πραγματικά τόσο πολύτιμοι και σπάνιοι οι θησαυροί που υπάρχουν στους του μουσείου!
Τί να πρωτοσκεφτώ;
Την Κυκλαδίτικη συλλογή;
Την συλλογή από τις Μυκήνες;
Την συλλογή από την Πύλο;
Τη συλλογή των αγγείων;
Την αίθουσα για το Ακρωτήρι της Σαντορίνης;
Τα αγάλματα και τις επιτύμβιες στήλες;
Την Αιγυπτική συλλογή;
Την συλλογή από το ναυάγιο των Αντικυθήρων;
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι αχανές, χρειάζεται πάνώ από τρεις ώρες για να το επισκεφθεί κάποιος και να νοιώσει πως το έχει δει ολόκληρο.
Υπάρχουν κάποια εκθέματα που ξεχωρίζουν όπως, ο "Έφηβος των Αντκυθήρων", ο "Αναβάτης του Αρτεμισίου", ο περίφημος "Μηχανισμός των Αντικυθήρων", το "Προσωπείο του Αγαμέμνονα", όμως αξίζει κανείς να δαπανήσει τον χρόνο που απαιτείται προκειμένου να δει όλο τον χώρο, να θαυμάσει τα μοναδικά εκθέματα ένα προς ένα.
Είναι από τις επισκέψεις που μένουν χαραγμένες στο μυαλό για μια ζωή!






Το φερόμενο ώς νεκρικό προσωπείο του Αγαμέμνονα
 

Χρυσά κύπελα από την Πύλο.
Ο αναβάτης του Αρτεμισίου
 


Η συλλογή των αγγείων είναι εντωποσιακή!
 


Από την συλλογή της Σαντορίνης. Υπολείμματα σπόρων
Από την συλλογή της Σαντορίνης. Λάβα που σμιλεύτηκε από το εσωτερικό καλαθιού και αγκάθια από αχινούς!

Ο έφηβος των Αντικυθήρων με το εντυπωσιακό βλέμμα.
 

Και κάτι από τον "Κήπο με τα αγάλματα"!!
 \







Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων σε μια πραγματικά εντυπωσιακή αίθουσα
 


Πορτραίτα Φαγιούμ από την Αιγυπτιακή συλλογή
 


Creative Commons License
Οι παραπάνω φωτογραφίες χορηγούνται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivs 3.0 Ελλάδα.

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

"Εδώ Πολυτεχνείο..."


Το περασμένο Σάββατο, εκπλήρωσα ένα παιδικό μου όνειρο.
Στάθηκα έστω και για λίγες στιγμές εμπρός από την είσοδο ενός από τα πιο ιστορικά κτίρια της Ελλάδας, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου...
Στάθηκα για λίγο μπρος από την καγκελόπορτα που έριξε το άρμα μάχης τη βραδυά της 17η Νοεμβρίου του 1973.
Είδα με τα μάτια μου τις κολώνες που οι φοιτητές κρέμονταν σαν τα σταφύλια μπρος στα όπλα του καθεστώτος και δεν δείλιασαν, δεν έσκυψαν το κεφάλι, έμειναν εκεί μέχρι το τέλος...
Και άλλαξαν την ιστορία αυτού του τόπου, τον έβγαλαν από τον γύψο...

Ξέρω, κάποιοι θα πουν πως η γενιά του Πολυτεχνείου πρόδωσε τα ιδανικά της.
Πως όσοι επαναστάτησαν εκείνο τον Νοέμβρη συμβιβάστηκαν, έγιναν οι ίδιοι "καθεστώς" και φτάσαμε στις μέρες μας να θεωρούμε το Πολυτεχνείο σαν την αρχή του τέλους για τη χώρα, σαν τη αφετηρία της διαδρομής που οδήγησε σε όσα ζούμε σήμερα και έχουν φέρει τη χώρα πέρα από τα πρόθυρα της καταστροφής.
Δύσκολα θα διαφωνήσω, όμως, ποιά γενιά δεν έχει τις παθογένειές της;
Η γενιά του "ΟΧΙ" δεν ήταν εκείνη που έφερε τον εμφύλιο, τις εξορίες και το παρακράτος του 50 και του 60;

Το νόημα του Πολυτεχνείου, της ανάτασης μπρος στην απολυταρχία, δεν μπορεί να εκλείψει ούτε να σπηλωθεί από τίποτα και κανέναν.
Το Πολυτεχνείο δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι, ήταν η φλόγα της νιότης που αντιστάθηκε, που είχε το θάρρος και το θράσος να κάνει ό,τι δεν έκανε κανείς άλλος μέσα στην επταετία.
Ήταν τα παιδιά που μάτωσαν και δεν έγιναν ποτέ γνωστά γιατί δεν έγιναν πολιτικοί "άρχοντες" στην μεταπολίτευση.

Είναι αυτά τα παιδιά με το λυπημένο βλέμμα που έδωσαν πνοή στην προτομή του φοιτητή λίγα μέτρα από την είσοδο του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων...







Creative Commons License
Οι παραπάνω φωτογραφίες χορηγούνται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivs 3.0 Ελλάδα.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

"-Μπαμπά, γιατί τον φωνάζουν Δράκο;"


Ο Παναγιώτης Γιαννάκης είναι ένας ζωντανός θρύλος.
Είναι ένα είδωλο για τα σημερινά παιδιά αλλά περισσότερο για μας που τον γνωρίσαμε στο Eurobasket του 1987 σαν καλοθοσφαιρστή και το 2005-2006 σαν προπόνητη της καλύτερης ίσως εθνικής ομάδας μπάσκετ όλων των εποχών.

Στις 23 Μαΐου βρέθηκε στις εγκαταστάσεις του Ηράκλειο ΟΑΑ για να μιλήσει στα παιδιά των ακαδημιών του συλλόγου και φυσικά, οι γονείς που ανήκουμε στην γενιά του '87 δεν χάσαμε την ευκαιρία!
Στην αρχή ο "Δράκος" ήταν αμήχανος, προσπαθούσε να βρει ένα τρόπο να ανοίξει την κουβέντα.
Πήρε την πορτοκαλί μπάλα από ένα παιδί, άρχισε να την κυκλοφορεί στα χέρια του λες και ήθελε τη βοήθειά της να ξεκινήσει.
Για μια στιγμή έπεσε σιωπή στο γήπεδο. Οι περισσότεροι νοιώσαμε λιγάκι παράξενα, αμήχανα. Ο Δράκος κοιτούσε την μπάλα στα χέρια του, έψαχνε τα λόγια του, τα ζύγισε και άρχισε να μιλάει!

Μακάρι να είχα ηχογραφήσει όσα είπε γιατί πραγματικά είχαν μεγάλη αξία να τα ακούς από το στόμα ενός τόσο μεγάλου αθλητή.
Μίλησε στα παιδιά, όχι για πρωταθλήματα και κύπελλα, αλλά για τον τρόπο ζωής που θα πρέπει να έχουν.
Τους είπε να ακολουθούν τα όνειρά τους και να προσπαθούν κάθε μέρα να τα κάνουν πραγματικότητα.
Τους μίλησε για το σχολείο, για τη γνώση που είναι πάντα χρήσιμη.
Για την διατροφή και τις καθημερινές τους συνήθειες.

Μά, αυτό που μου έκανε εντύπωση περισσότερο από όλα ήταν πως τους ανέφερε πως ο μεγαλύτερος αντίπαλος για όλους, δεν είναι κανείς άλλος από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Εκείνο τον εαυτό που θέλει να μας κρατήσει στο κρεβάτι για να μην πάμε στην προπόνηση.
Αυτόν που συνεχώς μας φωνάζει να σταματήσουμε για να ξεκουραστούμε.
Εκείνος ο ίδιος που διαρκώς προσπαθεί να μας κρατήσει στην στασιμότητα, την αφάνια, την απραξία.Τη "μη ύπαρξη"...
Το συναίσθημα αυτό είναι πολύ γνώριμο για όποιον βάζει στόχους στη ζωή του.

Τον Παναγιώτη Γιαννάκη τον φώναζαν Δράκο γιατί μέσα στο γήπεδο ήταν πάντα τόσο αφοσιωμένος στον στόχο του που τα μάτια του λες και πετούσαν φωτιές!
Δεν ήταν απλά το "Βλέμμα της Τίγρης" όπως έλεγε το ομώνυμο τραγούδι που έπαιζε στα μεγάφωνα του ΣΕΦ του 1987, όταν η Εθνική Ελλάδος έμπαινε στο γήπεδο.
Ήταν η φωτιά της θέλησης, το πείσμα, η αφοσίωση που οδήγησε μια μικρή χώρα με καμία παράδοση στο μπασκετ, να τα βάλει με τα μεγαθήρια της δεκαετίας του 1980, να τα νικήσει και να γίνει μια απο τις μεγαλύτερες δυνάμεις του παγκόσμιου ομαδικού αθλητισμού.

Αυτό που κατάλαβα για μία ακόμα φορά χτες είναι πως τελικά, τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή.
Τίποτα δεν πρόκειται να μας χαριστεί, τίποτε δεν έρχεται μόνο.
Μόνο η σκληρή δουλειά και η υπέρβαση οδηγούν στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Μόνο έτσι μπορεί κανείς μας να νικήσει τον χειρότερο και πιο επίμονο αντίπαλο.

Τον ίδιο του τον εαυτό.





Creative Commons License
Οι παραπάνω φωτογραφίες χορηγούνται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivs 3.0 Ελλάδα.

Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Βαγγέλης....


Φώτο από το www.singleparent.gr
 Στο 39ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου που πέρασα τα πρώτα μαθητικά μου χρόνια, υπήρχε μια παράξενη ιεραρχία. Λόγω της φιλοξενίας του ιδρύματος σε ένα κτίριο που μόνο για σχολείο δεν προοριζόταν, υπήρχε μια εσωτερική σκάλα που οδηγούσε σε δύο αίθουσες στον πρώτο όροφο που ήταν, τόσο επικίνδυνη που υπήρχε ο άγραφος κανόνας στις δύο τάξεις αυτού του επιπέδου να φοιτούν παιδιά μόνο στην Πέμπτη και Έκτη τάξη. Οι δάσκαλοι είχαν την ελπίδα πως εκείνα θα κουβαλούσαν αρκετό μυαλό μέσα στο κεφάλι τους ώστε να μην σκοτωθούν σε κάποιο διάλειμμα.
Λόγω του άτυπου αυτού διαχωρισμού, μόλις ένα παιδί τέλειωνε την Τετάρτη τάξη και "ανέβαινε" την σκάλα, ένοιωθε λες και άλλαζε επίπεδο, λες και αποκτούσε περισσότερη αξία στον σχολικό μικρόκοσμο. Μια χαζομάρα ήταν βέβαια όλο αυτό, για ποιό επίπεδο μπορείς να κουβεντιάσεις μέσα σε ένα κτίριο που χτίστηκε για να γίνει σπίτι και στέγασε ένα σχολείο από καθαρή ανάγκη, χωρίς πόσιμο νερό, με τις πιο βρώμικες τουαλέτες που θα μπορούσαν να υπάρξουν ποτέ και μάλιστα δίπλα ακριβώς στις εισόδους των αιθουσών διδασκαλίας, χωρίς την ύπαρξη αυλής, χωρίς τις υποτυπώδεις υποδομές... Μόνο το φιλότιμο του διδακτικού προσωπικού ήταν αυτό που κρατούσε την καθημερινότητα του σχολείου μας σε ανεκτά επίπεδα.
Ήμουν στην Πέμπτη δημοτικού, ο δάσκαλός μας ήταν από το Οροπέδιο Λασιθίου, "εκπαιδευτικός" παλιάς κοπής, μας ξυλοφόρτωνε με κάθε ευκαιρία χρησιμοποιώντας τη... συλλογή του από ξυλόβεργες που στόλιζε δεξιά κι αριστερά τον πίνακα. Την εποχή εκείνη, όχι παλαιότερα από το 1987, το ξύλο στα Δημοτικά Σχολεία ήταν "παιδαγωγική" μέθοδος, ό,τι είχε απομείνει από τις πρακτικές που εφαρμόζονταν στις δεκαετίες του 1960 και 1970 οι αυταρχικοί "δάσκαλοι", πραγματικοί βασανιστές των παιδιών. Η γενιά μου ευτυχώς ήταν η τελευταία που ανέχτηκε αυτή τη βαρβάρότητα που εξαφανίστηκε όταν και η τελευταία φουρνιά δασκάλων όπως εκείνος που είχα στην Πέμπτη Δημοτικού, αποφάσισε να μας αδειάσει τη γωνιά και να χαρεί τα χρόνια της συνταξιοδότησης.
Πρέπει να είχε προχωρήσει μέχρι τα μισά του το πρώτο τρίμηνο όταν ήρθε ο Βαγγέλης ουρανοκατέβατος ένα πρωί στην τάξη μας. Ο δάσκαλος μάς τον παρουσίασε σαν νέο μαθητή από μεταγραφή χωρίς ίχνος συναισθήματος, χωρίς καμία υπόδειξη για την υποδοχή κι αποδοχή του και όρισε τη θέση του δίπλα στη δική μου μιας κι εγώ καθόμουν στο τελευταία θρανίο μονάχος, για να μπορώ να κοιτάζω την ώρα του μαθήματος τη Φιλιώ.
Φορώντας μια φόρμα, χωρίς τσάντα, με τα ρούχα του να ξεχειλίζουν γύρω από τον παντελόνι, δεν μπορώ να πω πως ευχαριστήθηκα ιδιαίτερα με την παρουσία του δίπλα μου. Όλοι οι υπόλοιποι μέσα στην τάξη είχαμε μεγαλώσει μαζί, στους ίδιους δρόμους, στις ίδιες γειτονιές. Ο Βαγγέλης δίπλα μας ένοιαζε ένας ξένος, παρείσακτος. Τη δυσκολία της αποδοχής του ενίσχυε ο ίδιος με το κάθετί έκανε. Μιλούσε φωναχτά, έβριζε ασταμάτητα με κάθε ευκαιρία, ενώ η φωνή του είχε ένα χαρακτηριστικό σφύριγμα που συνόδευε κάθε φράση, ένδειξη άγχους πρέπει να ήταν τώρα που το σκέφτομαι, που την καθιστούσε εκνευριστική.
Πέρασε καιρός προκειμένου να μπορέσουμε να τον αποδεκτούμε τα υπόλοιπα αγόρια της τάξης και πάλι όμως τον κρατούσαμε σε απόσταση, ήταν και ο ίδιος απόμακρος, πάντα με βλέμμα απλανές, πάντα προβληματισμένος. Και πάντα αδιάβαστος... Ο δάσκαλος τον χτυπούσε διαρκώς για να τον συνετήσει (η "παιδαγωγική" που ανέφερα πριν...) αλλά εγκατέλειψε κάποια στιγμή την προσπάθεια όταν κατάλαβε πως άδικος ήταν ο κόπος του, άδικα έσπαγε τις βέργες του στις παλάμες του άμοιρου Βαγγέλη.
Ένα από τα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου και για τα οποία ντρέπομαι είναι ένα βάρβαρο "παιχνίδι" που είχαμε εφεύρει για να πειράζουμε τον Βαγγέλη. Όταν σαν "μεγάλοι" που ήμασταν ο διευθυντής του σχολείου μας ανέθετε να αδειάσουμε το μεταλλικό βαρέλι της αυλής με τα σκουπίδια στον κάδο απορριμάτων του δρόμου, πάντα μα πάντα "από λάθος" δήθεν απρόσεκτα ρίχναμε το βαρέλι μέσα στον κάδο... και πάντα βάζαμε τον Βαγγέλη να μπαίνει μέσα σ' αυτόν και να το βγάζει έξω. Αναρωτιέμαι σήμερα πώς είναι δυνατόν να γελάει σαν ηλίθιος ένας 10 χρονος με αυτό το θέαμα... Και πώς είναι δυνατόν ένας άλλος, το θύμα, να μην κρατάει ποτέ κακία.
Όλοι οι συμμαθητές από το 39ο δημοτικό συνεχίσαμε μαζί στην πρώτη γυμνασίου. Κάποιοι δεν συνέχισαν στην δεύτερη τάξη, μεταξύ τους και ο Βαγγέλης. Δεν τα έπαιρνε τα γράμματα. Βαριόταν να μελετήσει. Ήταν μια περίπτωση παιδιού που σίγουρα χρειαζόταν άλλου είδους στήριξη για να μπορέσει να φοιτήσει στο σχολείο, κάτι που μπορεί να είναι αυτονόητο στις μέρες μας αλλά τότε δεν υπήρχαν οι υποδομές για να γίνει. Μία από τις τελευταίες φορές που τον θυμάμαι σαν συμμαθητή μου, ήταν περίπου στα μέσα της χρονιάς. Είχε τσακωθεί με τον Ανδρέα, τον "νταή" της τάξης μας. Είχαν λογοφέρει την ώρα του διαλείμματος και ο Ανδρέας του είχε πει να βρεθούν αφού σχολούσαμε για να λύσουν τις διαφορές τους με τα χέρια. Τρόμαξα, μίλησα στον Βαγγέλη, είχε άγνοια κινδύνου. Προσπάθησα να συνετίσω τον Ανδρέα.
"-Ξεκόλλα ρε, δεν το βλέπεις το παλικάρι που δεν νοιώθει; Κάνε πίσω".
Ανένδοτος εκείνος, ήθελα να κάνει επίδειξη ανδρισμού μέσα από κάποιον αδύναμο.
"-Θα του σπάσω τα μούτρα".
Δεν έκανε κανείς από τους δυο του πίσω, βρέθηκαν στην αυλή μετά το τέλος των μαθημάτων και ξεκίνησαν τον καυγά. Λίγο πριν συμβεί κανένα κακό, μας είδε έτσι μαζεμένους ένας καθηγητής που κατευθυνόταν στο αυτοκίνητό του και η παράσταση έλαβε τέλος...
Χαθήκαμε με τον Βαγγέλη για δυο-τρία χρόνια, εγώ συνέχισα το σχολείο, εκείνος το παράτησε και έπιασε δουλειά σε μια φρουταγορά κοντά στο πατρικό μου. Τον συνάντησα ξανά όταν ήμουν στην πρώτη τάξη του Λυκείου. Περνούσα τακτικά εκείνη την εποχή δίπλα από την φρουταγορά που δούλευε καθώς έκανα "ερωτικά" περάσματα από ένα σπίτι εκεί δίπλα.
Κάποιες φορές σταμάτησα και πιάσαμε την κουβέντα, παρέμενε ο ίδιος όπως τότε. Φωνακλάς, με μια βρισιά μόνιμα στην άκρη των χειλιών του, με άγνοια κινδύνου, ίδιος και απαράλλακτος.
Με τα χρόνια χαθήκαμε εντελώς. Αλλού εγώ, εκείνος πάντα στο ίδιο κατάστημα, στο ίδιο πόστο.
Τον συνάντησα πριν απο μια δεκαριά χρόνια τυχαία και πάλι στο δρόμο. Τρόμαξα, μου φάνησε γερασμένος, λες και ήταν ο ίδιος Βαγγέλης αλλά φορούσε ένα ξένο κοστούμι με το δέρμα ενός ηλικιωμένου. Έπρωχνε ένα μεταλλικό καρότσι. Του κούνησα το χέρι για να τον χαιρετίσω, δεν θυμάμαι να αντέδρασε.
Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν το 2013. Για την ακρίβεια δεν είδα τον ίδιο, αλλά μια φωτογραφία του κολλημένη σε ένα στύλο της ΔΕΗ.
Βαγγέλης Φ., ετών 37.
Θυμήθηκα την πρώτη φορά που τον είχα συναντήσει, λίγα μέτρα πιο κάτω, στην αίθουσα του 39ου δημοτικού σχολείου.
Τότε που όλοι κάναμε όνειρα για το μέλλον, απλά ο Βαγγέλης δεν τόλμησε ποτέ να μας φανερώσει τα δικά του, λες και αισθανόταν πως δεν θα τον καταλαβαίναμε.
Ίσως αυτά να ονειρευόταν τις στιγμές που το βλέμμα του χάνονταν στην τάξη, τότε που το μυαλό του ταξίδευε μακριά έξω από τα όρια του μικρού μας σχολείου....