Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Πόπη...



Κάποια μέρα, κάποιος θα πρέπει να μιλήσει για αυτή την γυναίκα. Κάποιο στόμα θα πρέπει να ανοίξει, να την μνημονεύσει. Να εξηγήσει τις πράξεις που όλοι της προσάπτουν.
Να τη δικαιώσει.
Ήταν η Πόπη, η αδερφή του πατέρα μου.
Κανείς δεν μου έχει μιλήσει γι’ αυτήν.
Ποτέ, όλα τα στόματα παρέμεναν πάντα ερμητικά κλειστά.
Ο παππούς και η γιαγιά έστρεφαν το κεφάλι τους από την άλλη όταν τους ρωτούσα «-Ποια είναι αυτή;» κοιτώντας την ασπρόμαυρη φωτογραφία στον τοίχο.
Ο παππούς, σκληρός άνθρωπος, από οργή και απέχθεια.
Η γιαγιά, από πόνο για το χαμένο παιδί και από τον φόβο της οργής του «γέρου».
Ο πατέρας μου ποτέ δεν μίλησε για εκείνη, ούτε μια λέξη δεν τον έχω ακούσει να προφέρει. Μόνο όταν κάποιες φορές θυμάται τα παιδικά του χρόνια, γελάει με νοσταλγία σαν μας λέει την ιστορία για την αδερφή του που την πείραζε διαρκώς κι εκείνη του πέταξε ένα ψαλίδι!
Και μετά, αλλάζει κουβέντα και σκοτεινιάζει πάλι…. Λες και η θύμησή της ακόμα είναι αμαρτία. Λες και στο αίμα του είναι πια γραμμένο πως θα πρέπει να ξεχάσει κι ας αδυνατεί, την μεγάλη του αδερφή.
Τη μόνη που όταν των κοιτάζω στις λιγοστές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που υπάρχουν, θαρρώ πως βλέπω εκείνον. Τα μάτια του, τα μαλλιά του τα κυματιστά, τα πυκνά του φρύδια, τα χείλη του.
Τα χείλη μου.
Το γέλιο της είμαι σίγουρος, τράνταζε τη γης, άνοιγε το στόμα της διάπλατα για να γελάσει λες και γελούσε όλη της η ψυχή και ο αέρας έψαχνε διέξοδο για να μην πλαντάξει από τη χαρά! Φαίνεται καθαρά αυτό σε μια άλλη φωτογραφία, κάθεται σε μια καρέκλα με ένα μικρό παιδάκι στην ποδιά της, γελάει με το στόμα ανοικτό και τα μάτια της λάμπουν από ευτυχία…
Και μετά;
Μετά τι;
Τα στόματα είπαμε, δεν ανοίγουν.
Κάποτε η μάνα μου τρίκλισε πως η θεία πέθανε από περιτονίτιδα, ένα ψίθυρος που πιο ψεύτικος δεν θα μπορούσε να είναι.


Τι έγκλημα λοιπόν έκανε η Πόπη;
Το μέγιστο υποθέτω για την εποχή της.
Ερωτεύτηκε.
Τον λάθος άνθρωπο; Μπορεί.
Ποιος μπορεί να κρίνει την καρδιά του ανθρώπου;
Δεν έκανε κακό σε κανέναν άλλο παρά τον εαυτό της. Βρέθηκε δακτυλοδεικτούμενη σε μια κλειστή κοινωνία που δεν γνώριζε παρά να «κρίνει» και να «χαρακτηρίζει», μόνη από υποστήριξη με ένα παιδί εκτός γάμου στα σπλάχνα της.
Ο κόσμος τότε όπως και σήμερα υπήρξε αδυσώπητος. Όλοι κοιτούσαν ελάχιστα πέρα από την μύτη τους και έψαχναν για εξιλαστήρια θύματα που θα σήκωναν το βάρος της ενοχής και του καθωσπρεπισμού που κουβαλάμε όλοι από την ώρα που αρχίζουμε να νοιώθουμε την κρύα ανάσα αυτού του κόσμου.
Την ανάσα της υποκρισίας που ξέσπασε πάνω στην οικογένεια του παππού μου και τον ανάγκασε, από νοικοκύρης, μυλωνάς ήταν στο χωριό, να ξεσπιτωθεί με την οικογένειά του και να έρθει στο Ηράκλειο για να προσπαθήσει με πέντε παιδιά και μια κόρη που εγκυμονούσε ένα νόθο παιδί, να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή.
Το βάρος της επιβίωσης τα επόμενα χρόνια έπεσε πάνω στην Πόπη.
Έκανε κάθε δουλειά που περνούσε από το χέρι της, ήταν μοδίστρα, έκανε την παραδουλεύτρα. Έκανε τη δασκάλα της ραπτικής στα παιδιά της γειτονιάς. Αγωνίστηκε.
Μαθήτριά της ήταν η μάνα μου, έτσι γνωρίστηκαν με τον πατέρα, από μικρά παιδιά μαζί.
Ό,τι κέρδιζε η Πόπη από τη δουλειά της, το έδινε στο σπίτι. Για την επιβίωση, για να προικιστούν οι αδερφές της, για να ξεφύγουν εκείνες από το στίγμα, να παντρευτούν, να κάνουν οικογένεια.
Προσπαθούσε να μεγαλώσει το παιδί της απέναντι στην οργή και την προκατάληψη του παππού που, προφανώς τους θεωρούσε και τους δύο ένοχους που η ζωή όλων είχε πάρει λάθος δρόμο.
Συνέχισε να βλέπει τον άνθρωπο που είχε αγαπήσει, εκείνον που τελικά αναγνώρισε το παιδί αλλά δεν την παντρεύτηκε ποτέ.
Έμεινε ξανά έγκυος. Κανένας δεν ήθελε αυτή την εγκυμοσύνη.
Προσπάθησε να την διακόψει.
Για να μην έχει ο κόσμος να λέει.
Ήταν αυτή η καταραμένη εποχή που ένα ακόμα παιδί εκτός γάμου να τους είχε αλλάξει ξανά τη ζωή.
Ήταν η εποχή που οι υποδομές υγείας ήταν λιγότερο από υποτυπώδεις.
Που οι εκτρώσεις ήταν παράνομες.
Που τα «παράνομα» νυστέρια δεν ήταν αποστειρωμένα…
Η Πόπη χάθηκε, όχι από περιτονίτιδα.
Η θεία Πόπη χάθηκε γιατί αγάπησε.
Τον λάθος άνθρωπο;
Ίσως.
Την λάθος εποχή;
Η εποχή εκείνη ήταν σίγουρα πέρα για πέρα λάθος, από πολλές απόψεις.


Το πέπλο του χαμού της Πόπης έπεσε βαρύ στην οικογένεια. Δεν ξέρω αν ήταν αυτή καθεαυτή η απώλεια ή ο τρόπος που χάθηκε.
Ο παππούς εξαντλούσε την σκληρότητά του πάνω στο παιδί της. Εύχομαι οι ιστορίες που έχω ακούσει κατά καιρούς από τον ίδιο τον ξάδερφό μου να ήταν ψέματα, όμως είναι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε μόνος, κυνηγημένος από την μοίρα και από συγγενείς. Και αν επιβίωσε ήταν γιατί στο αίμα του έρρεε και ρέει το αίμα της μάνας του.
Λίγο καιρό μετά τον θάνατο της Πόπης, έφυγε άλλη μια αδερφή του πατέρα μου η Φλουρή.
Το μαύρο και το γκρίζο σκέπασαν για πάντα το σπιτικό τους, η γιαγιά μέχρι το θάνατό της έπασχε από κατάθλιψη ενώ ο πατέρας μου ήταν ίσως αυτός που πλήρωσε το μεγαλύτερο τίμημα για τα δεινά που είχε υποστεί μέσα σε λίγα χρόνια η πατρική του οικογένεια. Ευαίσθητος, ταπεινός, μόνιμα καταθλιπτικός,  το μόνο αρσενικό παιδί στην οικογένεια, κράτησε πάντα απόσταση από τον πατέρα του που, ίσως φοβόταν, ίσως θεωρούσε υπεύθυνο για την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα.
Η θλίψη από τον θάνατο των αδερφών του, η «ντροπή» για την Πόπη δεν σταμάτησαν ποτέ να τον ταλαιπωρούν, το φανερώνει το βλέμμα του όταν ακόμα και σήμερα η συζήτηση γυρνάει στα χρόνια εκείνα.
Πριν μερικές μέρες τον ρώτησα «-Πώς πέθανε η αδερφή σου μπαμπά;», σκοτείνιασε, χαμήλωσε τα μάτια. Κατέφερε να πάρει ανάσα μόνο όταν του διευκρίνισα πως αναφερόμουν, όχι στην Πόπη, αλλά στη Φλουρή.
Θυμάμαι χρόνια πριν βρεθήκαμε μαζί στο κοιμητήριο για μια τελετή. Η θεία μου μας έδειξε στο οστεοφυλάκιο τα οστά της γιαγιάς και δίπλα σε ένα άλλο μεταλλικό κασελάκι, δίπλα-δίπλα, τα οστά της Πόπης και της Φλουρής. Γύρισα την πλάτη, βγήκα από το δωμάτιο και όταν τον αναζήτησα με το βλέμμα για να μπούμε στο αυτοκίνητο, τον είδα να με ακολουθεί έχοντας ξεσπάσει σε λυγμούς. Ήταν η πρώτη φορά που είδα τον πατέρα μου να κλαίει…


Κάθομαι εδώ και μέρες και κοιτάζω τις φωτογραφίες της.
Πόσο νέα, πόσο όμορφη.
Νοιώθω πως στο πρόσωπό της βλέπω το δικό μου. Βλέπω έναν δικό μου άνθρωπο.
Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να της μιλήσω, να μου μιλήσει, να κουβεντιάσουμε.
Να μου πει για την ζωή που έζησε.
Να μου πει για τον έρωτα, για το γέλιο, για τη χαρά.
Να την ρωτήσω αν θα άλλαζε κάτι  από εκείνα που έχασε μ’ αυτά που πρόλαβε να ζήσει.


Είμαι σίγουρος πως αν ζούσε σήμερα η Πόπη, θα ένοιωθε απόλυτα δικαιωμένη.
Για την ζωή και τις επιλογές της.
Για τον τρόπο που αγάπησε.
 



Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Ερωτικό...

Αποτέλεσμα εικόνας για glass rain


Αυτά τα μελαγχολικά πρωινά του φθινοπώρου που ο Ήλιος παλεύει με τη συννεφιά σε αγώνα, άγονο, φέρνω πάντα στο μυαλό μου ένα ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη που διάβασα για πρώτη φορά πριν από πολλά χρόνια...
Τότε που, όταν έπεφταν τα πρωτοβρόχια καθόμουν με τις ώρες στην παλιά τζαμαρία του πατρικού μου να κοιτάζω τον δρόμο, μην γνωρίζοντας τί περιμένω να δω, μην συνειδητοποιώντας τί με μαγεύει στην στιγμή.
Τότε που η μελαγχολία από τις σταγόνες που έτρεχαν χωρίς να με ξεπλένουν έκανε την καρδιά μου να χτυπάει, τα χέρια μου έδιωχναν την παγωνιά και ένοιωθαν το παγωμένο τζάμι να γίνεται κορμί, ανάσα, παλμός...
Ήλιος - συννεφιά.
Παγωνιά - ζεστασιά.
Ανάσα - τέλος.
Πάντα γνώριζα το αποτέλεσμα.
Αυτό όμως δεν με εμπόδισε ποτέ να ζήσω...

"...Ναι αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα. Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου, έσκυβε και με ρωτούσε: τι έχεις αγόρι μου; Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα, και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα.
Όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου.
Κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα, πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά, θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου, είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου, αγαπημένη μου...
Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που δε μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν.
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ... έβρεχε. Ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στ' ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα. "Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις", έγραφε. Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό παιδικό φέρετρο μέσα στη σκόνη.
Πού είσαι λοιπόν; πες μου, πού είσαι;
Σ' αναζητάω σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ' ένα σπίτι που 'πιασε φωτιά.
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω. Δε θα χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα. Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα 'λυνες ξαφνικά εκείνα τ' ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου. Η παλιά ντουλάπα θα 'τρεχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου 'βγαζε τα παπούτσια. Θα γελούσαν οι καθρέφτες, θα ξυπνούσαν οι γείτονες... Όλα έχουν μείνει όπως τα 'φησες θα σου 'λεγα.
Κι η χτένα σου, να τη εκεί. Η μαύρη μεγάλη χτένα σου, σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα.
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη.
Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ' αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει.
Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου πάνω στο χιόνι, εμένα είναι ο κόσμος μου.
Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, κι αν αυτό σε πειράζει μπορώ να 'ρχομαι πίσω σου σα σκυλί.
Κι όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάσει δε θα 'ναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της.
Ποδοπάτησέ με να 'χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ' αγγίζεις...."


Τάσος Λειβαδίτης "Ερωτικό"
https://youtu.be/2JOZEqWnRyM 

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Χορεύω θα πει ζω...




"Χορεύοντας μου έδειξες μέσα σε πέντε λεπτά,
Τί θα πει πουθενά.
Και πώς χάνεται ο χρόνος.
Οτι αν το πιστέψεις στ' αλήθεια η αγάπη μπορεί.
Ότι αν αφεθείς, σ' οδηγάει ο δρόμος..."
Παύλος Παυλίδης "Λευκή καταιγίδα"


Τί είναι ο χορός;
Γιατί νοιώθουμε την ανάγκη να χορεύουμε;
Τί είναι αλήθεια αυτό που δίνει εντολή στο σώμα να κινηθεί, να εκφραστεί μέσα από την κίνηση, το νεύμα, το άγγιγμα μιας χορογραφίας;
Ποιό είναι το κομμάτι του εγκεφάλου που ζητάει από το σώμα να κινηθεί για να αγαλιάσει, να ηρεμήσει, να τονωθεί;
Ποιά είναι η εντολή που λαμβάνει η καρδιά για να "σπρώξει" αίμα στα άκρα προκειμένου να μπορέσουν να κινηθούν, να τεντωθούν, να μαζευτούν, να λυγίσουν;
Ποιά είναι η ουσία εκείνη που κυκλοφορεί στο σώμα την ώρα που χορεύει ώστε να αντέχει στην καταπόνηση, στον πόνο και τα χτυπήματα;
Σαν πολλά ερωτήματα δεν μαζεύτηκαν;
Κι όμως, η απάντηση σε όλα είναι τόσο απλή, τόσο σύντομη.
Φωτογραφία: Γιώργος Φωτεινάκης
Χορός είναι η ίδια η ζωή.


Η ζωή μας είναι ένα σύνολο πραγμάτων που την αποτελούν συμπληρώνοντας το ένα το άλλο κι ένα από αυτά, βασικό και αναπόσπαστο δίπλα στην ανάσα, την τροφή και την συντροφικότητα, είναι ο χορός.
Απλά, όπως δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αναπνοή, όπως δεν γίνεται να επιβιώσουμε χωρίς φαγητό, έτσι δεν περνάει μέρα που να μην χορέψουμε.
Είναι ανάγκη του οργανισμού μας.
Τί, όχι;
Για σκέψου το καλύτερα!
Ναι, χορός είναι όταν κάθεσαι αμέριμνος να πιείς τον καφέ και το πόδι σου κουνιέται ρυθμικά στον ρυθμό της μελωδίας που παίζει το ραδιόφωνο.
Χορός είναι όταν χτυπάς νευρικά τα δάχτυλα σου πάνω στο γραφείο την ώρα της δουλειάς.
Χορός είναι καθετί που κάνει το κορμί σου για να εκφράσει τη χαρά και τη λύπη, τον θυμό και την στεναχώρια.
Την αγάπη.
Τον έρωτα.
Φωτογραφία: Γιώργος Φωτεινάκης
Χορός είναι η μουσική του κορμιού, η μελωδία που χρησιμοποιεί το σώμα για να εκφραστεί, για να σπάσει το συναίσθημα τα όρια της σάρκας και να μεταδωθεί, να αναπαραχθεί. Να απλώσει τα φτερά του.
Χωρίς τον χορό το σώμα μας δεν θα είχε φωνή.
Χωρίς την ρυθμική κίνηση σε τί θα διέφερε ένας ζωντανός από ένα νεκρό;
Κίνηση και ανάσα είναι ένα, χωρίς κίνηση δεν υπάρχει ανάσα, χωρίς ανάσα δεν υπάρχει κίνηση.


Χωρίς τον χορό δεν μπορεί να υπάρξει ζωή.


Άκου το σώμα σου.
Αλήθεια, κάθε φορά που ακούς τη μουσική που σου αρέσει, τί αισθάνεσαι;
Παραδέξου το.
Αμέσως νοιώθεις την ανάγκη να μετακινηθείς από τη θέση σου, να δώσεις κίνηση στην μελωδία.
Να εκφράσεις το συναίσθημά σου.


Να χορέψεις.


Να ζήσεις.




* Ευχαριστώ πολύ τον φωτογράφο Γιώργο Φωτεινάκη για την πολύ ευγενική παραχώρηση των φωτογραφιών *

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019

Ο Ανεπιθύμητος....



Είναι ορισμένα βιβλία που μας σημαδεύουν, όχι απαραίτητα γιατί είναι εξαιρετικά συγγράμματα, αλλά είτε γιατί κάποια ευτυχισμένη συγκυρία τα έφερε στα χέρια μας, είτε γιατί η περίοδος που τα διαβάσαμε ήταν ήρεμη, ευτυχισμένη, ιδανική για διάβασμα.
Η χρονική στιγμή που διάβασα τον «Ανεπιθύμητο νεκρό» του Πράτανου ήταν μια ουτοπική «μαχαιριά» στον χρόνο. Σε ένα πολύ σοβαρό μεταίχμιο της ζωής μου που σημαδεύτηκε από κούραση, θυμό, άγχος, αποφάσεις και τελικά, από προσωπική γαλήνη και ηρεμία, ένας άνθρωπος μου έδειξε το δρόμο προς ένα βιβλίο που κάτω υπό άλλες συνθήκες, δεν νομίζω να είχα διαβάσει ποτέ.
Για να μην παρεξηγηθώ, το συγγραφέα δεν τον γνώριζα, είχα δει το πόνημά του στο ράφι βιβλιοπωλείου χωρίς να μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, λόγω κυρίως της επιφυλακτικότητας που έχω απέναντι στα συγγράμματα που σκοπό έχουν, να «ερμηνεύσουν» τη ζωή ενός ανθρώπου που πέθανε περισσότερα από 60 χρόνια πριν. Ενός ανθρώπου που τον θεωρώ μεγάλο δάσκαλο της ζωής, τον Νίκο Καζαντζάκη.
Εμπιστεύτηκα τη θέρμη που μου μιλούσε για αυτό και δεν διαψεύστηκα. Το διάβασα απνευστί σε ένα σύντομο επαγγελματικό ταξίδι, ξεκινώντας το στο αεροπλάνο της αναχώρησης και ολοκληρώνοντάς το, με λυγμούς, στο μετρό προς το αεροπλάνο της επιστροφής.

Ο «Ανεπιθύμητος Νεκρός» δεν είναι μυθιστόρημα, δεν είναι βιογραφία.
Είναι ένα δοκίμιο βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα που, παρόλο που δεν δρέπει λογοτεχνικές δάφνες κατά την ταπεινή μου άποψη, καταφέρνει αυτό ακριβώς που έχει σκοπό. Να μεταφέρει τον αναγνώστη στο δεκαήμερο που μεσολάβησε από τον θάνατο του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα στην Γερμανία, μέχρι την κηδεία του στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Είναι μια προσωπογραφία των ανθρώπων που στάθηκαν στο πλευρό του Καζαντζάκη μέχρι την τελευταία του στιγμή αλλά κι εκείνων που ακόμα και μετά τον θάνατό του, τον συκοφάντησαν, τον έβρισαν, τον κυνήγησαν.
Είναι ένας ύμνος για τον Κρητικό λαό που τον λάτρεψε σαν δικό του άνθρωπο παρόλο που τη μισή του ζωή την έζησε εκτός Κρήτης, τον λαό που ο ίδιος ο συγγραφέας αγάπησε όσο και το χώμα της πατρίδας του μέσα από την καρδιά του.
Πάνω από όλα όμως το βιβλίο αυτό είναι η ματιά της αγαπημένης συντρόφου του Καζαντζάκη, της Ελένης, του ανθρώπου που όσο κανένας άλλος στάθηκε στο πλευρό του σε όλη του τη ζωή, δικαιολογώντας πέρα για πέρα την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου Ηρακλείου να παραχωρηθεί στο Μαρτινέγκο, τον τόπο ταφής του συγγραφέα στο ψηλότερο σημείο των ενετικών τειχών της πόλης, χώρος για την ταφή και της ίδιας ώστε ο Καζαντζάκης και η Λενότσκα του να έχουν συντροφιά ο ένας τον άλλο στην αιωνιότητα.

Η πιο συγκλονιστική στιγμή του βιβλίου είναι το σημείο εκείνο που η Ελένη αποχαιρετά τον νεκρό σύντροφό της με μια παράγραφο από την «Αναφορά στον Γκρέκο» που ουσιαστικά ο Καζαντζάκης δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
«……Είχε αποστηθίσει το τέλος του τελευταίου του βιβλίου. Αυτό που ποτέ δεν της έδειξε. Με τρεμάμενη φωνή παλεύει να του το απαγγείλει απνευστί.
 -Νίκησα; Νικήθηκα; Τούτο  μονάχα ξέρω… Είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος. Γεμάτος πληγές, όλες στο στήθος. Έκαμα ό,τι μπόρεσα παππού, περισσότερο, καθώς μου παρήγγειλες, απ’ ότι μπόρεσα, να μην σε ντροπιάσω. Κι έρχομαι τώρα πια που τέλεψε η μάχη να ξαπλώσω δίπλα σου, να γίνω χώμα δίπλα σου, να περιμένουμε μαζί και οι δυο τη Δευτέρα Παρουσία. Φιλώ το χέρι σου, φιλώ τον ώμο το δεξί σου, φιλώ τον ώμο τον ζερβό σου. Παππού, καλώς σε βρήκα».

-Εις το επανιδείν αγάπη μου», λέει με τα μάτια κλειστά και παίρνει κι εκείνη τον δρόμο του γυρισμού μαζί με συγγενείς και φίλους…»
Το λάτρεψα όσο λίγα αυτό το βιβλίο. Με σημάδεψε για πολλούς λόγους.

Θεωρώ πως με απόλυτο σεβασμό στον νεκρό αλλά και στην δημοσιογραφική έρευνα διατυπώνει την σωστή άποψη για την ζωή του αγαπημένου συγγραφέα καθώς κάνει σαφείς αναφορές στις φωνές που αντιτίθεντο στον βίο και το ποιόν του, καταλήγει όμως σε συμπεράσματα που κάθε άλλο παρά έξω από την πραγματικότητα δείχνουν και που κατά τη γνώμη μου καταδεικνύουν έναν άνθρωπο ανήσυχο, λιτό, πιστό στις αρχές του μέχρι την τελευταία του ανάσα.

Κέρδισε επάξια μια θέση δίπλα στα βιβλία του μεγάλου δασκάλου.