 |
Από το μπαράζ του 2001 στην Ρόδο... |
Οπαδός δεν είμαι.
Είμαι φίλαθλος.
Μου αρέσει ο αθλητισμός.
Αγαπώ τον Παναθηναϊκό όχι μόνο επειδή από το πατρικό μου σπίτι δεν είχα την
επιλογή να κάνω διαφορετικά, αλλά κυρίως, ΚΥΡΙΩΣ, επειδή ο «μεγάλος» μας με
πήρε ένα απόγευμα, μικρό παιδί ήμουν, με τη Φλορέττα του πατέρα στα γραφεία της
ΠΑΛΕΦΙΠ στην πλατεία Ελευθερίας για να συναντήσω τους παίχτες της ομάδας που
την επόμενη μέρα θα έπαιζαν με τον ΟΦΗ.
Εκείνο το Σαββατιάτικο απόγευμα, στα παιδικά μου μάτια είδα να ζωντανεύουν
(στην κυριολεξία!) κάποιοι από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που έχουν
περάσει από τα Ελληνικά γήπεδα.
Ζάετς, Ρότσα, Καρούλιας, Κυράστας, Λαφτσής, ο «μικρός» Δημήτρης Σαραβάκος και
φυσικά ο εμβληματικός πολωνός προπονητής με το χαρακτηριστικό πηγούνι (!!) ο
Γκμόχ, άφησαν την υπογραφή τους σε μια τεράστια αφίσα που είχα μαζί μου, όλοι
μέλη της θρυλικής ομάδας του 1984 που έφτασε λίγο καιρό μετά στον ημιτελικό του
Κυπέλλου Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης, με μένα να τους κοιτώ αποχαυνωμένος χωρίς
ούτε ένα «ευχαριστώ» να μπορεί να βγει από τα παγωμένα από το δέος χείλη μου.
Τα χρόνια πέρασαν, λίγο καιρό μετά ακολούθησα τους συμμαθητές μου και γράφτηκα στις
ακαδημιές μπάσκετ του Ηράκλειο ΟΑΑΗ σχεδόν σαν από αδιέξοδο αφού ο σωματότυπός
μου ήταν απαγορευτικός (για τα μυαλά της εποχής) για ποδόσφαιρο, ήρθε μετά το
1987 με… «τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φιλίππου και τ’ άλλα παιδιά» και ήταν αρκετό
να μην ασχοληθώ ποτέ ξανά στην ζωή μου με το ποδόσφαιρο, με κέρδισε βλέπεις η
αγάπη για την πορτοκαλί «σπυριάρα» που ήταν πλανεύτρα η άτιμη, ήταν και η εθνική
μας που ήρθε δεύτερη στο Ευρωμπάσκετ του 1989, ήταν και ο Άρης του Γκάλη που
έφερε στα σαλόνια μας τα «θηρία» του Ευρωπαϊκού μπάσκετ εκείνης της εποχής,
ήταν και ο Βράνκοβιτς που «έκοψε εντυπωσιακά» στο Παρίσι και έραψε ο
Παναθηναϊκός το πρώτο του Ευρωπαϊκό αστέρι στην φανέλα το 1996, ε, πολύ θέλει
το μυαλό να κολλήσει;
Παρόλο που το 1996 ο Παναθηναϊκός έκανε εκείνη την τρελή πορεία μέχρι τον ημιτελικό του Champions’ League και λίγο
έλειψε ο Βαζέχα που «πάγωσε το Άμστερνταμ» να μας τρελάνει μια για πάντα,
ποδόσφαιρο παρακολουθώ μέχρι σήμερα αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας της αγάπης
μου για τον Παναθηναϊκό.
Είπαμε, δεν είμαι οπαδός, αλλά είμαι φίλαθλος. Του Παναθηναϊκού.
Όλα αυτά τα χρόνια, μία εξαίρεση έκανα μόνο.
Μόνο ΜΙΑ.
Ήταν τα χρόνια που ο ΟΦΗ είχε κενό ιδιοκτησίας και προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια
του. Τότε, λίγο μετά την φυγή του Γκέραρντ που την ομάδα την είχαν εγκαταλείψει
όλοι, που κάποιοι τοπικοί παράγοντες αγωνίζονταν μπας και την σώσουν από την
καταστροφή, τότε που φημολογείται ότι παίκτες έμεναν απλήρωτοι, που δεν υπήρχαν
χρήματα ούτε για τα βασικά, τότε που κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν
τον ΟΦΗ και την τοπική κοινωνία προς όφελός τους.
Τότε, το 2001, που η ομάδα έφτασε να παίζει στα play-out για να μην υποβιβαστεί στην Β’
Εθνική.
Τότε λοιπόν, εγώ, ο φίλαθλος του Παναθηναϊκού που ποδόσφαιρο βαριόμουν να δω ακόμα
και από την τηλεόραση, εγώ λοιπόν ήμουν κάθε Κυριακή και Τετάρτη στο γήπεδο του
ΟΦΗ για να τον υποστηρίξω.
Κάθε Κυριακή και κάθε Τετάρτη.
Μέχρι την Ρόδο έφτασε η χάρη μου για το μπαράζ με τον ΠΑΣ.
Για το χατήρι του ΟΦΗ.
Από εκείνα τα παιχνίδια θυμάμαι ένα πολύ έντονα και ο λόγος είναι προφανής.
Η ομάδα έπαιζε με τον ΠΑΣ Κυριακή βράδυ στο Γεντί Κουλέ. Πήγαμε με τον Μήτσο,
πιτσιρικάδες ήμασταν παρόλο που ήταν χειμώνας τα ρούχα μας ήταν ελαφριά και
ούτε λόγος για ομπρέλες, αδιάβροχα και τέτοια.
Στο ημίχρονο έπιασε βροχή, η θύρα 1 άρχισε να αδειάζει, σκέπαστρο δεν υπήρχε, η
βροχή δυνάμωνε και ο κόσμος έτρεχε για καλυφθεί.
«-Μήτσο πάμε ρε;»
«-Κάτσε ρε, θα σταματήσει.»
Και σταμάτησε, αφού έβρεχε για κανένα εικοσάλεπτο ασταμάτητα.
Είχαμε μείνει μόνοι μας στη μέση της κερκίδας, μούσκεμα, έπιασε αέρας (η
θάλασσα είναι δίπλα στο γήπεδο) και το κρύο μας περόνιαζε τα κόκκαλα.
Δεν φύγαμε.
Μείναμε εκεί μέχρι το τέλος του παιχνιδιού, ολομόναχοι και μουσκεμένοι σε μια
κερκίδα που ο κόσμος είχε αδειάσει προ πολλού.
Όταν ο γιός μου έπαιζε στην ακαδημία του Ηράκλειο ΟΑΑΗ, είχαν
κάνει συνήθεια να πηγαίνουμε κάθε Σάββατο στα παιχνίδια της μεγάλης ομάδας στα
Δύο Αοράκια. Το περιβάλλον ήταν ιδανικό για μένα που, σαν γνήσιος εραστής της πορτοκαλί
μπάλας λαχταρούσα να δω ανταγωνιστικά παιχνίδια σε αυτό το επίπεδο, αλλά και για
τα παιδιά αφού σε κάθε παιχνίδι στο γήπεδο επικρατούσε ηρεμία. Καμία φασαρία,
καμία αντιπαράθεση, ρουθούνι δεν άνοιξε ποτέ, οι παράγοντες των ομάδων που έρχονταν
να παίξουν με την ομάδα μας έλεγαν ότι στο γήπεδο έπρεπε να ανάβουμε κεριά στην
είσοδο αφού ήταν «σαν εκκλησία»!
Μέχρι που η διοίκηση της ομάδας κανόνισε φιλικό παιχνίδι με τον ΟΦΗ….
Πήγαμε στο γήπεδο όπως κάθε φορά με τον Στέφανο, χαλαρός εγώ, με λαχτάρα
εκείνος, και τί να αντικρύσουμε;
Πρώτο «στασίδι» στην «εκκλησία» είχα κλείσει μια χούφτα «οργανωμένοι» του ΟΦΗ που
μας κοιτούσαν αγριεμένοι σε κάθε φάση, που κρέμονταν στα κάγκελα, έτοιμοι για
φασαρία! Κι όλα αυτά σε ένα γήπεδο γεμάτο παιδιά και τους γονείς τους…
Για να τελειώνω.
Οπαδός καμιάς ομάδας δεν είμαι.
Πέρα από την αγάπη μου για στην «σπυριάρα» που δεν θα πάψει ποτέ (παιδικά βιώματα
είναι αυτά, τρυφερή ψυχούλα είχα στο Eurobasket του 1987..), καμία μα καμία
εκτίμηση δεν έχω στον ομαδικό αθλητισμό και δη στον επαγγελματικό ομαδικό
αθλητισμό.
Προτιμώ να μένω με την “loneliness of the long distance runner”
όπως πολύ εύστοχα τραγουδούν οι Iron Maiden
(https://www.youtube.com/watch?v=-mZTKzgCLLE)
Όμως δεν επιτρέπω σε κανένα φασιστοειδές να προσβάλει εμένα, την ομάδα μου, την
πόλη μου επειδή δεν έχει άλλο τρόπο να προκαλέσει, επειδή δεν έχει παιδεία,
επειδή το επίπεδο της μόρφωσής του φτάνει μέχρι εκεί.
Οι άνθρωποι αυτοί, αυτοί οι 10-20 όπως θέλω να πιστεύω που ανάρτησαν το πανό
την Κυριακή στο γήπεδο του ΟΦΗ, στρεφόμενοι εναντίον των φιλάθλων του Παναθηναϊκού
απλά και μόνο επειδή ο προπονητής της ομάδας μπάσκετ είναι τούρκος, είναι επικίνδυνοι.
Για τον αθλητισμό, για την κοινωνία, για την χώρα. Είναι οι ίδιοι που κυνηγούν
μετανάστες στους δρόμους επειδή έχουν άλλο χρώμα, οι ίδιοι που στο σχολείο
κάνουν τη ζωή μαρτύριο στα διαφορετικά παιδιά, αυτοί οι ίδιοι που κολλάνε
αυτοκόλλητα με αποσχιστικές πεποιθήσεις στα αυτοκίνητά τους.
Όσο ο ομαδικός αθλητισμός έχει τέτοιο επίπεδο και καθώς
είναι η αντανάκλαση μέρους της κοινωνίας μας, τόσο δεν θα εκπλήσσομαι με τα όσα
συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας.
Όχι;
Για ξανασκέψου του…