Καιρός δεν ήταν;
Αρκετά με τις ιστορίες και τις όμορφες αναμνήσεις κάθε χρόνο.
Αρκετά με την εξιδανίκευση.
Μου την κάνατε έτσι απότομα, χωρίς ένα αποχαιρετισμό και τόσο καιρό προσπαθώ να συγκρατήσω την οργή μου που εγώ έμεινα εδώ να παλεύω κι εσείς μείνατε εκεί, νέοι, όμορφοι, χωρίς βάσανα, χωρίς ρυτίδες, χωρίς καμία υποχρέωση, μου αφήσατε μόνο την τελευταία σας έκφραση, άλλος ένα αινιγματικό χαμόγελο, άλλος ένα βλέμμα ικανοποιήσης και άλλος ένα ψήγμα ειρωνείας να παιδεύομαι και να μην βγάζω άκρη τόσα χρόνια για το αν, εσεις υπήρξατε οι τυχεροί που παραμείνατε νέοι ή εγώ που ο χρόνος περνάει κάθε δευτερόλεπτο από πάνω μου και με κάνει πιο παράξενο, λιγότερο ανθεκτικό, χωρίς υπομονή αλλά είμαι εδώ και ζω.
30 χρόνια μετά κι ακόμα δεν έχω πάρει καμία απάντηση.
Το ξέρω ότι δεν πρόκειται να πάρω.
Δεν θέλω να πάρω.
Ξέρετε τί θα ήθελα μόνο;
Να σας έχω ρε καργιόληδες για μια νύχτα μόνο εδώ, να βγούμε, να πιούμε, να τα κάνουμε όλα πουτάνα, όπως δεν προλάβαμε τότε, εκείνη τη βραδιά που έμεινε στη μέση, που μια παρεξήγηση μας χώρισε για πάντα κι έμεινα εγώ ζωντανός κι εσείς, το παρεάκι, να με κοιτάτε από ψηλά με αυτό το βλέμμα σας το γνώριμο που είπα και πριν.
Το βλέμμα που μου σημάδεψε τη ζωή.
Απόψε δεν γλιτώνετε πάντως.
Για μια φορά θα τα ακούσετε από μένα γιατί δεν την παλεύω άλλο να τα κρατάω μέσα μου και να με πνίγουν.
Θα τα ακούσει ο καθένας σας ξεχωριστά για τις μαλακίες που σας κρατάω 30 χρόνια τώρα.
Θα σας τα χώσω ρε που όπως και τότε, εκείνη την καταραμένη μέρα, αντί να είμαστε σε μια παραλία να χαζεύουμε ό,τι κινείται, την πιο ζεστή μέρα του χρόνου (τί ειρωνεία, έτσι ήταν και τότε), γυρνάω από τον ένα στον άλλο μπας σας και σας πιάσει το φιλότιμο και έρθετε ξανά στον ύπνο μου να σας δω ολοζώντανους.
Εσύ ρε φίλε, ναι σε σένα μιλάω Λευτέρη.
Το βλέμμα που μου σημάδεψε τη ζωή.
Απόψε δεν γλιτώνετε πάντως.
Για μια φορά θα τα ακούσετε από μένα γιατί δεν την παλεύω άλλο να τα κρατάω μέσα μου και να με πνίγουν.
Θα τα ακούσει ο καθένας σας ξεχωριστά για τις μαλακίες που σας κρατάω 30 χρόνια τώρα.
Θα σας τα χώσω ρε που όπως και τότε, εκείνη την καταραμένη μέρα, αντί να είμαστε σε μια παραλία να χαζεύουμε ό,τι κινείται, την πιο ζεστή μέρα του χρόνου (τί ειρωνεία, έτσι ήταν και τότε), γυρνάω από τον ένα στον άλλο μπας σας και σας πιάσει το φιλότιμο και έρθετε ξανά στον ύπνο μου να σας δω ολοζώντανους.
Εσύ ρε φίλε, ναι σε σένα μιλάω Λευτέρη.
Εσύ που υποτίθεται ότι ήσουν ο συνδετικός κρίκος της παρέας, αυτός ο ένας που έκανε όλους εμάς τους διαφορετικούς να συνυπάρχουμε. Εσύ που ήσουν ο πιο διαφορετικός από όλους μας.
Εσύ πρώτος και καλύτερος δεν φέρθηκες σωστά.
Μια ζωή έπαιζες όλο τον κόσμο για αυτό και οι γονείς και οι καθηγητές δεν ήθελαν να έχουμε συναναστροφή μαζί σου, θεωρούσαν ότι ήσουν το “κακό παράδειγμα”, πού να ήξεραν όλοι αυτοί οι καημένοι ότι εσύ ήσουν το παράδειγμα το μόνο που θα έπρεπε να έχει ένας έφηβος την εποχής της εφηβείας μου. Ούτε ναρκωτικά, το λιγότερο ποτό από όλους μας έπινες, ένα τσιγάρο έκανες πού και πού ενώ εμείς καπνίζαμε σαν φουγάρα, μόνη σου αδυναμία ήταν το φουστάνι ρε και το γνωρίζαμε όλοι, μόλις έβλεπες γυναίκα γύριζε το μάτι σου αλλά ποτέ δεν έβαλες την παρέα πάνω από καμία. Κι ας ερωτεύτηκες στα τελευταία κι ήθελες να αρραβωνιαστείς μετά τον στρατό, το παρεάκι-παρεάκι και το κορίτσι-κορίτσι.
Μια μαλακία σε έδερνε μόνο ρε φιλαράκι: κορόιδευες τον θάνατο, δεν τον φοβόσουν. Έμπαινες μέσα σε όλα, καβαλούσες τη μηχανή και νόμιζες ότι σε τύλιγε ένα προστατευτικό περίβλημα και δεν θα σου συμβεί τίποτα. Δεν ήσουν πάντα έτσι, μετά το ατύχημα που είχες έξω στο το 3ο λύκειο σε βάρεσε να νομίζεις ότι είσαι ατρόμητος, τότε που έπεσες από τη μηχανή και πέρασες κάτω από το αυτοκίνητο που σου έκλεισε το δρόμο και σταμάτησες στο πεζοδρόμιο χωρίς την παραμικρή γρατζουνιά. Τότε που οι περαστικοί σε πέρασαν για τρελό επειδή καθόσουν στην άκρη του δρόμου και γελούσες πάνω από την διαλυμένη Yamaha αντί να έχεις πανιάσει από το φόβο!
Μέχρι και τον θάνατο έπαιζες ρε.
Βαγγελάκι, τί να πω για σένα;
Βαγγελάκι, τί να πω για σένα;
Τη μέρα που σε γνώρισα τη θυμάμαι λες και ήταν χτες. Μπήκες συνεσταλμένος στην τάξη, είχες και αυτό το σημάδι στο πρόσωπο, βούτυρο στο ψωμί του κάθε μαλακισμένου που το μόνο που έκανε ήταν να κοροιδεύει, όντας μη άξιος για ο,τιδήποτε περισσότερο.
Είχες πάντα το βλέμμα χαμηλά, τη φωνή σου δεν την γνωρίζαμε, δρούσες πάντα αθόρυβα και πραγματικά με τα χρόνια φάνηκε το πόσο δραστήριος και άξιος ήσουν παρόλο που δεν βρέθηκαν και πολλοί να το αναγνωρίζουν. Μόνο το παρεάκι μας νομίζω σε εκτιμούσε, εξίσου αθόρυβα με την παρουσία σου.
Κρυβόσουν.
Φοβόσουν.
Γιατί ρε φίλε; Γιατί αυτή η συστολή; Ποτέ δεν το κατάλαβα, εμείς ούτε σε πειράξαμε ούτε αφήσαμε ποτέ να σε πειράξουν.
Θυμάμαι μια φορά σε μια κατάληψη καθόμασταν αργά το βράδυ στο προαύλιο και ένας από τους νταήδες του σχολείου που είχες τη δυστυχία να είναι ξάδερφός σου στην έπεσε με άσχημους χαρακτηρισμούς μπροστά σε όλους. Με είδες ότι φόρτωσα και μου κράτησες το μπράτσο για να μην γίνει καμιά μαλακία, μπαούλο θα με είχαν κάνει ο Κουρκ με το παρεάκι του. (-Σταμάτα μαλάκα, θα σε γαμήσουν!)
Θυμάσαι τη συνέχεια;
Την είχε πέσει στον Λευτέρη μερικές μέρες μετά για ασήμαντη αφορμή (μάλλον “χεσμένος” από τη μεθιά θα ήταν) και ο “Λούης” μας που δεν καταλάβαινε από κάτι τέτοια του είχε παίξει μερικές ψιλές που δεν τις ξέχασε ποτέ.
Και δεν μας ενόχλησε ποτέ ξανά, ούτε εκείνος ούτε το παρεάκι του.
Η δική σου μαλακία ξέρεις ποιά ήταν;
Ότι αποφάσισες να μεγαλώσεις απότομα. Από τη μια στιγμή στην άλλη έγινες άλλος, απρόσιτος, άλλαξες χτένισμα, άλλαξες συμπεριφορά, άλλαξες χαρακτήρα, κάποιους από εμάς τους έκανες πέρα και μόνο ο Λευτέρης είχε σημασία για σένα.
Ήταν λάθος σου φίλε όχι μόνο γιατί ήσουν μόνο 18 αλλά επειδή ούτε ο Λευτέρης το άντεχε αυτό, το έβλεπε σαν βάρος, θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να έχει μια τέτοια ευθύνη.
Και ξέρεις πότε συνέβη; Δυο ήταν οι κομβικές στιγμές, η μία όταν άρχισες να κάνεις εκπομπές στο ραδιόφωνο (σε αυτό το υπόγειο στη Γερωνυμάκη που περάσαμε όλοι μας, θυμάσαι;) και η άλλη όταν πήρες το δίπλωμα του αυτοκινήτου και ο πατέρας σου σε άφηνε να παίρνεις το αυτοκίνητο. Άλλος άνθρωπος έγινες φίλε, απλησίαστος.
Και καλά να γίνεις έτσι για όσους τόσα χρόνια σε είχαν στο περιθώριο, αλλά για μας;
Δεν πάει έτσι η ζωή Βαγγελάκι και να ξέρεις, ο δικός σου χαμός ίσως με πείραξε περισσότερο από τους άλλους επειδή ακριβώς θεωρούσα ότι ήσουν εκείνος που είχε περισσότερο ανάγκη την παρουσία μου. Κι ας την αρνήθηκες.
Μήτσο η σειρά σου…
Μήτσο η σειρά σου…
Ο μικρότερος από όλους μας ήσουν.
Ο πιο συμπαθητικός.
Ο πιο αθώος φαινομενικά αν και μάλλον ήσουν διαόλου κάλτσα και η κρυφή πληγή που ποτέ δεν κατάλαβε κανείς μας. Στην αρχή ήσουν κάτι σαν συμπλήρωμα στην παρέα, ο Βαγγέλης μας έφερε σε επαφή επειδή ήσασταν μαζί από παιδιά, αλλά πολύ γρήγορα από επίτιμο, έγινες ισότιμο μέλος απλά και μόνο επειδή ήσουν εσύ.
Έξυπνος..
Εφευρετικός..
Πιστός φίλος.
Αυτό το δωμάτιο στην ταράτσα σου φίλε ήταν το άβατο που όλοι ονειρευόμασταν να έχουμε στην εφηβεία μας κι εσύ το είχες κάνει πραγματικότητα! Τι θες και δεν έβλεπες εκεί, συναρμολογούμενα αυτοκίνητα, ομοιώματα όπλων, ας μην μιλήσω για τις εφευρέσεις σου που ποτέ δεν κατάλαβα αλλά πάντα σε κοιτούσα με προσοχή όταν μιλούσες για αυτές.
Είδα την Ευτυχία προχτές. Φίλε, δεν το έχει ξεπεράσει ακόμα, δεν θα το ξεπεράσει ποτέ.
Δεν έχει αλλάξει καθόλου από εκείνο το μεσημέρι που τη είδα έξω από το σπίτι σας, αλλοπρόσαλλη να φωνάζει στον δρόμο “-Δημήτρη, συγνώμη”.
Μόνο που είναι ανήλια, λες και δεν βγαίνει από το σπίτι.
Φαντάζομαι θα έμαθες ότι έβγαλε το γιο της με το όνομά σου, ε; Να σου πω και το καλύτερο;
Ο μικρός Δημήτρης έκανε παρέα με τον γιο μου στο νηπιαγωγείο. Καταλαβαίνεις πώς ένοιωσα όταν το συνειδητοποίησα;
Σε γνώριζα λιγότερο από τους υπόλοιπους αλλά πονάω εξίσου με την απουσία σου, ειδικά όταν ανέβω στο Κράσι για να σε συναντήσω. Δεν το κάνω συχνά αλλά μου λείπεις και νοιώθω την ανάγκη να σε δω κατά καιρούς.
Έφερα και τη Μαρία τις προάλλες για να σε γνωρίσει…Έκλαψε μαζί μου.
Ξέρετε κάτι; Είστε και οι τρεις μεγάλοι καραγκιόζηδες. Όχι γιατί δεν πρόλαβα να σας αποχαιρετήσω. Όχι επειδή εσείς μείνατε νέοι κι εγώ πήρα τριάντα χρόνια στην πλάτη μου. Όχι επειδή δεν σας ξέχασα ποτέ.
Είστε μεγάλοι μαλάκες γιατί από τα τριάντα χρόνια μόνο μέχρι τα 40 σας ερχόσασταν στον ύπνο μου, μετά με ξεχάσατε. Πού θα πάει ρε, θα ανταμώσει ξανά το παρεάκι και τότε θα δείτε τί χώσιμο θα πέσει.
Μου λείπετε κάθε μέρα…. ΚΑΘΕ μέρα…
“...Είδα ένα όνειρο παράξενο χορεύαμε στον ουρανό όλη η παρέα η παλιά σε πάρτι μαγικό…”
*Ο κομήτης Hale Bopp C/1995 O1, ανακαλύφθηκε ταυτόχρονα ανεξάρτητα στις 23 Ιουλίου 1995 από τους Alan Hale και Thomas Bopp, πριν γίνει ορατός με γυμνό μάτι δύο χρόνια μετά. Από το μυαλό μου δεν βγαίνει ότι το αγαπημένο τραγούδι του Λευτέρη ήταν το Sleeping Satelite...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου