Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Πόπη...



Κάποια μέρα, κάποιος θα πρέπει να μιλήσει για αυτή την γυναίκα. Κάποιο στόμα θα πρέπει να ανοίξει, να την μνημονεύσει. Να εξηγήσει τις πράξεις που όλοι της προσάπτουν.
Να τη δικαιώσει.
Ήταν η Πόπη, η αδερφή του πατέρα μου.
Κανείς δεν μου έχει μιλήσει γι’ αυτήν.
Ποτέ, όλα τα στόματα παρέμεναν πάντα ερμητικά κλειστά.
Ο παππούς και η γιαγιά έστρεφαν το κεφάλι τους από την άλλη όταν τους ρωτούσα «-Ποια είναι αυτή;» κοιτώντας την ασπρόμαυρη φωτογραφία στον τοίχο.
Ο παππούς, σκληρός άνθρωπος, από οργή και απέχθεια.
Η γιαγιά, από πόνο για το χαμένο παιδί και από τον φόβο της οργής του «γέρου».
Ο πατέρας μου ποτέ δεν μίλησε για εκείνη, ούτε μια λέξη δεν τον έχω ακούσει να προφέρει. Μόνο όταν κάποιες φορές θυμάται τα παιδικά του χρόνια, γελάει με νοσταλγία σαν μας λέει την ιστορία για την αδερφή του που την πείραζε διαρκώς κι εκείνη του πέταξε ένα ψαλίδι!
Και μετά, αλλάζει κουβέντα και σκοτεινιάζει πάλι…. Λες και η θύμησή της ακόμα είναι αμαρτία. Λες και στο αίμα του είναι πια γραμμένο πως θα πρέπει να ξεχάσει κι ας αδυνατεί, την μεγάλη του αδερφή.
Τη μόνη που όταν των κοιτάζω στις λιγοστές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που υπάρχουν, θαρρώ πως βλέπω εκείνον. Τα μάτια του, τα μαλλιά του τα κυματιστά, τα πυκνά του φρύδια, τα χείλη του.
Τα χείλη μου.
Το γέλιο της είμαι σίγουρος, τράνταζε τη γης, άνοιγε το στόμα της διάπλατα για να γελάσει λες και γελούσε όλη της η ψυχή και ο αέρας έψαχνε διέξοδο για να μην πλαντάξει από τη χαρά! Φαίνεται καθαρά αυτό σε μια άλλη φωτογραφία, κάθεται σε μια καρέκλα με ένα μικρό παιδάκι στην ποδιά της, γελάει με το στόμα ανοικτό και τα μάτια της λάμπουν από ευτυχία…
Και μετά;
Μετά τι;
Τα στόματα είπαμε, δεν ανοίγουν.
Κάποτε η μάνα μου τρίκλισε πως η θεία πέθανε από περιτονίτιδα, ένα ψίθυρος που πιο ψεύτικος δεν θα μπορούσε να είναι.


Τι έγκλημα λοιπόν έκανε η Πόπη;
Το μέγιστο υποθέτω για την εποχή της.
Ερωτεύτηκε.
Τον λάθος άνθρωπο; Μπορεί.
Ποιος μπορεί να κρίνει την καρδιά του ανθρώπου;
Δεν έκανε κακό σε κανέναν άλλο παρά τον εαυτό της. Βρέθηκε δακτυλοδεικτούμενη σε μια κλειστή κοινωνία που δεν γνώριζε παρά να «κρίνει» και να «χαρακτηρίζει», μόνη από υποστήριξη με ένα παιδί εκτός γάμου στα σπλάχνα της.
Ο κόσμος τότε όπως και σήμερα υπήρξε αδυσώπητος. Όλοι κοιτούσαν ελάχιστα πέρα από την μύτη τους και έψαχναν για εξιλαστήρια θύματα που θα σήκωναν το βάρος της ενοχής και του καθωσπρεπισμού που κουβαλάμε όλοι από την ώρα που αρχίζουμε να νοιώθουμε την κρύα ανάσα αυτού του κόσμου.
Την ανάσα της υποκρισίας που ξέσπασε πάνω στην οικογένεια του παππού μου και τον ανάγκασε, από νοικοκύρης, μυλωνάς ήταν στο χωριό, να ξεσπιτωθεί με την οικογένειά του και να έρθει στο Ηράκλειο για να προσπαθήσει με πέντε παιδιά και μια κόρη που εγκυμονούσε ένα νόθο παιδί, να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή.
Το βάρος της επιβίωσης τα επόμενα χρόνια έπεσε πάνω στην Πόπη.
Έκανε κάθε δουλειά που περνούσε από το χέρι της, ήταν μοδίστρα, έκανε την παραδουλεύτρα. Έκανε τη δασκάλα της ραπτικής στα παιδιά της γειτονιάς. Αγωνίστηκε.
Μαθήτριά της ήταν η μάνα μου, έτσι γνωρίστηκαν με τον πατέρα, από μικρά παιδιά μαζί.
Ό,τι κέρδιζε η Πόπη από τη δουλειά της, το έδινε στο σπίτι. Για την επιβίωση, για να προικιστούν οι αδερφές της, για να ξεφύγουν εκείνες από το στίγμα, να παντρευτούν, να κάνουν οικογένεια.
Προσπαθούσε να μεγαλώσει το παιδί της απέναντι στην οργή και την προκατάληψη του παππού που, προφανώς τους θεωρούσε και τους δύο ένοχους που η ζωή όλων είχε πάρει λάθος δρόμο.
Συνέχισε να βλέπει τον άνθρωπο που είχε αγαπήσει, εκείνον που τελικά αναγνώρισε το παιδί αλλά δεν την παντρεύτηκε ποτέ.
Έμεινε ξανά έγκυος. Κανένας δεν ήθελε αυτή την εγκυμοσύνη.
Προσπάθησε να την διακόψει.
Για να μην έχει ο κόσμος να λέει.
Ήταν αυτή η καταραμένη εποχή που ένα ακόμα παιδί εκτός γάμου να τους είχε αλλάξει ξανά τη ζωή.
Ήταν η εποχή που οι υποδομές υγείας ήταν λιγότερο από υποτυπώδεις.
Που οι εκτρώσεις ήταν παράνομες.
Που τα «παράνομα» νυστέρια δεν ήταν αποστειρωμένα…
Η Πόπη χάθηκε, όχι από περιτονίτιδα.
Η θεία Πόπη χάθηκε γιατί αγάπησε.
Τον λάθος άνθρωπο;
Ίσως.
Την λάθος εποχή;
Η εποχή εκείνη ήταν σίγουρα πέρα για πέρα λάθος, από πολλές απόψεις.


Το πέπλο του χαμού της Πόπης έπεσε βαρύ στην οικογένεια. Δεν ξέρω αν ήταν αυτή καθεαυτή η απώλεια ή ο τρόπος που χάθηκε.
Ο παππούς εξαντλούσε την σκληρότητά του πάνω στο παιδί της. Εύχομαι οι ιστορίες που έχω ακούσει κατά καιρούς από τον ίδιο τον ξάδερφό μου να ήταν ψέματα, όμως είναι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε μόνος, κυνηγημένος από την μοίρα και από συγγενείς. Και αν επιβίωσε ήταν γιατί στο αίμα του έρρεε και ρέει το αίμα της μάνας του.
Λίγο καιρό μετά τον θάνατο της Πόπης, έφυγε άλλη μια αδερφή του πατέρα μου η Φλουρή.
Το μαύρο και το γκρίζο σκέπασαν για πάντα το σπιτικό τους, η γιαγιά μέχρι το θάνατό της έπασχε από κατάθλιψη ενώ ο πατέρας μου ήταν ίσως αυτός που πλήρωσε το μεγαλύτερο τίμημα για τα δεινά που είχε υποστεί μέσα σε λίγα χρόνια η πατρική του οικογένεια. Ευαίσθητος, ταπεινός, μόνιμα καταθλιπτικός,  το μόνο αρσενικό παιδί στην οικογένεια, κράτησε πάντα απόσταση από τον πατέρα του που, ίσως φοβόταν, ίσως θεωρούσε υπεύθυνο για την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα.
Η θλίψη από τον θάνατο των αδερφών του, η «ντροπή» για την Πόπη δεν σταμάτησαν ποτέ να τον ταλαιπωρούν, το φανερώνει το βλέμμα του όταν ακόμα και σήμερα η συζήτηση γυρνάει στα χρόνια εκείνα.
Πριν μερικές μέρες τον ρώτησα «-Πώς πέθανε η αδερφή σου μπαμπά;», σκοτείνιασε, χαμήλωσε τα μάτια. Κατέφερε να πάρει ανάσα μόνο όταν του διευκρίνισα πως αναφερόμουν, όχι στην Πόπη, αλλά στη Φλουρή.
Θυμάμαι χρόνια πριν βρεθήκαμε μαζί στο κοιμητήριο για μια τελετή. Η θεία μου μας έδειξε στο οστεοφυλάκιο τα οστά της γιαγιάς και δίπλα σε ένα άλλο μεταλλικό κασελάκι, δίπλα-δίπλα, τα οστά της Πόπης και της Φλουρής. Γύρισα την πλάτη, βγήκα από το δωμάτιο και όταν τον αναζήτησα με το βλέμμα για να μπούμε στο αυτοκίνητο, τον είδα να με ακολουθεί έχοντας ξεσπάσει σε λυγμούς. Ήταν η πρώτη φορά που είδα τον πατέρα μου να κλαίει…


Κάθομαι εδώ και μέρες και κοιτάζω τις φωτογραφίες της.
Πόσο νέα, πόσο όμορφη.
Νοιώθω πως στο πρόσωπό της βλέπω το δικό μου. Βλέπω έναν δικό μου άνθρωπο.
Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να της μιλήσω, να μου μιλήσει, να κουβεντιάσουμε.
Να μου πει για την ζωή που έζησε.
Να μου πει για τον έρωτα, για το γέλιο, για τη χαρά.
Να την ρωτήσω αν θα άλλαζε κάτι  από εκείνα που έχασε μ’ αυτά που πρόλαβε να ζήσει.


Είμαι σίγουρος πως αν ζούσε σήμερα η Πόπη, θα ένοιωθε απόλυτα δικαιωμένη.
Για την ζωή και τις επιλογές της.
Για τον τρόπο που αγάπησε.
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου