Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

Το 2ο πρόγραμμα της ΕΡΑ (τακ, τακ, τακ, τακ...)

 

Οι ιστορίες μου στέρεψαν, έχω γράψει τόσα εδώ που έχασα τον λογαριασμό, μπέρδεψα την πραγματικότητα με το παραμύθι, την αλήθεια με το ψέμα. Ανακάτεψα γεγονότα και χαρακτήρες κι έφτασα σήμερα να μην μπορώ σε κάποιες ιστορίες να ξεχωρίσω την υπερβολή που ορισμένες φορές χρησιμοποίησα για να δώσω έμφαση παρουσιάζοντας τα βιώματά μου.
Αλλάζουμε σελίδα λοιπόν!
Ξεκινώ χρησιμοποιώντας πληθυντικό αριθμό γιατί στην αλλαγή θα πάρω μαζί μου όλους τους χαρακτήρες που κατά καιρούς χρησιμοποίησα στα κείμενά μου και θα τους ανασταίνω όταν μια ανάμνηση περνάει το πέπλο της λήθης κι έρχεται στο μυαλό μου.
Κατά τα άλλα, το blog πλέον θα φιλοξενεί ιστορίες τρίτων επί το πλείστον κι όπως είναι φυσικό επακόλουθο, θα αλλάξει από πρώτο σε τρίτο πρόσωπο η αφήγηση προκειμένου σαν παρατηρητής να σας μιλήσω για τις ιστορίες των άλλων. 
Αρκετά με τα δικά μου σώψυχα!

Σήμερα λοιπόν θα σας μιλήσω για τον Κώστα.
Μεγαλωμένος σε λαϊκή συνοικία του Ηρακλείου, ο Κώστας αποτελούσε από πολύ μικρός υπόδειγμα παιδιού που δεν δημιουργούσε προβλήματα στο οικογενειακό του περιβάλλον, κλειστός χαρακτήρας, ξεχωριστά ιδιαίτερος όσο περνούσαν τα χρόνια, προτιμούσε να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του κλεισμένος στο σπίτι, μόνος με τις σκέψεις, τους προβληματισμούς και την δημιουργικότητά του.
Όπως όλα τα παιδιά που μεγάλωσαν την δεκαετία του 80, χωρίς τηλεόραση πριν τις 5 το απόγευμα, χωρίς ηλεκτρονικά παιχνιδια, υπολογιστές, κινητά και tablet, ο Κώστας έψαχνε διέξοδο μέσα από την ζωγραφική, το διάβασμα και τη χειροτεχνια για να υπάρξει.
Ήταν δύσκολα τα χρόνια εκείνα. Δουλειές μπορεί να υπήρχαν, τα οικονομικά της οικογένειας διένυαν την καλύτερη τους ίσως περίοδο, όμως η πνευματική υγεία του πατέρα του περνούσε μια από τις πιο δύσκολες φάσεις της. Επισκέψεις στον ψυχίατρο, ψυχοσωματικά συμπτώματα στο κορμί, μικρός ήταν ο Κώστας και δεν μπορούσε να τα κατανοήσει τότε, όμως μάτια είχε, έβλεπε ότι ο πατέρας του δεν ήταν καλά.
Ήταν κι αυτό το μικρό χαπάκι, αυτό που ο πατέρας του "τακ" κάθε βράδυ με το μαχαίρι μοίραζε στη μέση πριν το βάλει στο στόμα του, αυτό το χάπι που του έδωσε ο ψυχίατρος που είχαν επισκεφτεί βιαστικά στη διπλανή πόλη εκείνο το Σάββατο που, επειδή δεν είχαν πού να αφήσουν τον Κώστα τον πήραν μαζί, εκείνος ο ίδιος που είχε πει τον πατέρα του ότι θα πρέπει να πάψουν να τον αγχώνουν τα πάντα για να το σταματήσει το χάπι που, στη μέση μπορεί να το μοίραζε για να το βάλει στο στόμα του κάθε βράδυ, ολόκληρη όμως ήταν η αγωνία και η ανησυχία του αν θα μπορέσει να το κόψει κάποτε. Όχι μόνο του πατέρα του αλλά και του Κώστα. 
"Τακ" κάθε βράδυ πριν τον ύπνο, "τακ" κι αναστεναγμός, εφιάλτης είχε γίνει αυτός ο ήχος στον Κώστα κι ας μην το καταλάβαινε ούτε ο ίδιος τότε, "τακ-τακ-τακ-τακ" καρφιά έβλεπε να τον καρφώνουν όταν έκλεινε τα μάτια του για να κοιμηθεί κι ας είχε μεταμορφώσει στον ύπνο του τον εαυτό του σε πουλί, σε ένα τεράστιο πελαργό από εκείνους που ταξιδεύουν πολύυυυυ μακριά, για να καταφέρει να απομακρυνθεί όσο μπορούσε από τα καρφιά και τον ήχο τους που προσπαθούσαν να τον κλείσουν στην κορνιζα της μοίρας όπως την είχε φτιάξει η ψυχική υγεία του πατέρα του. 
Ήταν τα χρόνια εκείνα τα δύσκολα που το ότι ο Κώστας ήταν άριστος μαθητής περνούσε απαρατήρητο καθώς όλοι το θεωρούσαν φυσιολογικό όπως "φυσιολογικός" ήταν κι ο Κώστας στα μάτια όλων. Φυσιολογικός, ήσυχος, δεν δημιουργούσε προβλήματα σε κανέναν, η εφηβεία του περνούσε απαρατήρητη όπως συνήθιζε να λέει η μητέρα του στο τηλέφωνο όταν ο Κώστας έκανε ότι κοιμόταν κι εκείνη αδιάφορη μιλούσε με τις ξαδέρφες της στην Αθήνα.
Χρόνια με τα χρόνια η κατάσταση δυσκόλευε, τα "τακ" πλήθαιναν αντί να αραιώνουν, ο πατέρας του ήταν όλο και πιο άσχημα, δεν κοιμόταν, δεν ηρεμούσε, μόνο δουλειά, φαΐ και πάλι δουλειά, η θλίψη και η μελαγχολία του επηρέαζε τους πάντες μέσα στο σπίτι και η κατάστασή του είχε γίνει μόνιμο θέμα συζήτησης στην οικογένεια. Κανείς όμως δεν βοηθούσε, όλοι είχαν ανοίξει τα φτερά τους και είχαν φτιάξει τις δικές τους οικογένειες, όλοι εκτός από τον Κώστα που είχε επιφορτιστεί με μια κατάσταση που δεν του ανήκε, με έναν ρόλο που δεν του ταίριαζε, με ένα βάρος που δεν μπορούσε να αντέξει όμως κανείς δεν τον είχε ρωτήσει για να του το φορτώσει.
Είχε γίνει ο συνοδός του πατέρα του.
Είχε γίνει η παντραχού παρούσα παρέα του.
Είχε γίνει τα αυτιά και τα μάτια της οικογένειας προκειμένου να μην συμβεί κάτι στον πατέρα τις ώρες που ήταν μακριά από το σπίτι, μόνος στο μετόχι της οικογένειας έξω από την πόλη.
Βάρος αβάσταχτο για ένα παιδί δώδεκα ετών που πάσχιζε παράλληλα να γνωρίσει τον εαυτό του, που λαχταρούσε τους φίλους του, που προσπαθούσε παράλληλα να βρεί χρόνο για να μελετήσει τα μαθήματά του, να παραμείνει ο καλύτερος των καλύτερων στο σχολείο.
Κι όμως, μέχρι και σήμερα που ο χρόνος μοιάζει τόσο μακρινός από εκείνα τα βροχερά, μελαγχολικά απογεύματα που πήγαινε μαζί με τον πατέρα του για να μην του συμβεί κάτι, τώρα που ο ίδιος έχει τα χρόνια που είχε ο πατέρας του τότε και ο γιός του έχει τα χρόνια που είχε εκείνος, ο Κώστας δεν έχει να θυμάται μόνο το σιδεροπρίονο και το χτύπημα του σφυριού που δεν τον άφηναν να μελετήσει. Δεν ανακαλεί μόνο το κρύο που είχε το ταπεινό γραφειάκι στο μαγαζί του πατέρα του με το λιγοστό φως κάτω από οποίο μελετούσε Φυσικο-χημεία, Μαθηματικά, Οδύσσεια και Νεοελληνική Λογοτεχνία.
Όλα αυτά είναι μια δυσάρεστη ανάμνηση που του τρυπάει το μυαλό.
Κι όμως.
Αυτό που έχει κρατήσει, αυτό που ανθίζει την καρδιά του κάθε που η μνήμη του πλημμυρίζει κάθε θυρίδα του μυαλού του, είναι οι εκπομπές του 2ου προγράμματος της ΕΡΑ που έπαιζαν στο ραδιόφωνο όσο χρόνο περνούσαν μαζί.
Λαϊκά μονοπάτια, βελούδινες φωνές, όλα κόντρα στα ακούσματα του Κώστα εκείνη την εποχή, όμως τελικά αυτό που έχει να του θυμίζει το 2ο πρόγραμμα είναι κάτι πολύ ανώτερο κι από τη μουσική την ίδια ακόμα.
Του θυμίζει τις στιγμές που πέρασε μόνος με τον πατέρα του τότε, στιγμές δύσκολες και μελαγχολικές, μοναδικές και ανεπανάληπτες, στιγμές που πέρασαν και δεν ήρθαν ποτέ ξανά.
Ήταν οι στιγμές οι δικές τους.
Εκεινα τα βροχερά απογεύματα λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του 1990....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου