Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Ένας χρέος ψυχής, 24 χρόνια μετά...

 Πρέπει να ήταν τον χειμώνα του 1992. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, είχε μόλις κυκλοφορήσει η "Σφεντόνα" του Βασίλη.
Στο σχολείο είχαμε κατάληψη, οι καταλήψεις ήταν κάτι το συνηθισμένο, το εύκολο εκείνη την εποχή. Θυμάμαι κάναμε κατάληψη χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος, επειδή δεν είχαν νερό οι τουαλέτες, εδώ που τα λέμε ούτε τουαλέτες δεν είχαμε καλά καλά στο 3ο ΤΕΛ αλλά ούτε που μας ένοιαζε.
Υπήρχε μια καβάτζα στο προαύλιο του σχολείου που τη χρησιμοποιούσαμε για να καπνίζουμε στα διαλείμματα και για να ξεμοναχιάζουμε τα κορίτσια το χειμώνα που οι μέρες ήταν μικρές και τις τελευταίες διδακτικές ώρες έπεφτε σκοτάδι.
Στο σημείο εκείνο, δίπλα από το εργαστήριο της μηχανολογίας ανάβαμε κάθε βράδυ φωτιά στην κατάληψη, καθόμασταν όλοι τριγύρω, καπνίζαμε και τη χαζεύαμε μέχρι να περάσει η ώρα, μέχρι να βρωμίσουν τα ρούχα μας. Μέχρι να φύγει και ο τελευταίος από την παρέα.
Θυμάμαι ακόμα πόσο βαρύς ήταν εκείνος ο χειμώνας. Από τη μια το κρύο, από την άλλη τα μηχανάκια που δεν τα αφήναμε λεπτό, το πώς γλίτωσα την πνευμονία εκείνη τη χρονιά παραμένει ένα μυστήριο.
Ίσως ήταν η πιο κρύα βραδυά της χρονιάς. Είχαμε μαζευτεί από νωρίς στο σχολείο, κανείς μας δεν είχε όρεξη να μείνει μέχρι αργά. Μαζεύτηκε όμως η παρέα και δεν θέλαμε να τη σπάσουμε.
Προσπαθούσαμε, ξαναπροσπαθούσαμε να ανάψουμε φωτιά, τίποτα. Τα ξύλα ήταν βρεγμένα από την πρωινή βροχή και δεν αρπούσαν με τίποτα! Τί Βic, τί  Ζippo, τί από τους άλλους με την αντίσταση, καμία τύχη.
Κάποια στιγμή ήρθαν κοντά ο Δημήτρης με τον Βαγγέλη. Τους άκουσα από μακριά να πλησιάζουν γιατί τραγουδούσαν ένα ξένο κομμάτι που έπαιζε πολύ εκείνη την εποχή στην τηλεόραση σε μια διαφήμιση. ο Λευτέρης που ήταν δίπλα μου σήκωσε τα δύο του χέρια και τους έδωσε δυο φάσκελα! Το γέλιο μας αντήχησε μέχρι το μηχανουργείο!
Ο Δημήτρης μας είδε που προσπαθούσαμε να ανάψουμε τη φωτιά και τσατισμένος όπως ήταν από την προηγούμενη χειρονομία, με κοίταξε κοροϊδευτικά, δήθεν με περιφρόνηση και μου είπε:
"-Καλά ρε, αυτή τη φωτιά εγώ μπορώ να την ανάψω με ένα μόνο σπίρτο!".
Θυμάμαι το βλέμμα του σαν να το είδα ένα λεπτό πριν.
Τον Δημήτρη τον αγαπούσα γιατί η ματιά του ήταν πάντα σπινθηροβόλα. Καθαρή. Όλο ειλικρίνεια.
Δεν τον θυμάμαι ποτέ νευριασμένο, δεν θυμάμαι να τσακώθηκε ποτέ με κάποιον από την παρέα.
Δεν θυμάμαι ποτέ να τον πείραξε κάποιος. Κανείς δεν τολμούσε, ήξερε πως θα ήταν σαν να τα βάζει με όλους μας.
Ο Δημήτρης ήταν ίσως το καλύτερο παιδί που γνώρισα στα σχολικά μου χρόνια. Δεν ήταν αδύναμος, απλά δεν του άρεσε να εντυπωσιάζει. Μέσα του επικρατούσε μια δημιουργική τρικυμία, πάντα ασχολιόταν με κάτι, πάντα κάτι κατασκεύαζε, πάντα κάτι προσπαθούσε να φτιάξει, εκεί στο αποθηκάκι στην ταράτσα του πατρικού του σπιτιού. Γιατί ο Δημήτρης ήταν πανέξυπνος, ένα πραγματικό "σπίρτο" όπως εκείνο που θα χρησιμοποιούσε τάχα μου για να ανάψει τη φωτιά στο προαύλιο του 3ου εκείνο το κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα. Κι ήταν το μόνο που κατάφερε να μας κάνει να τον αποκαλούμε έτσι για υπόλοιπο της σχολικής μας συμβίωσης....
Έτσι αθόρυβα όπως έζησε, έτσι ακριβώς αποφάσισε να φύγει.
Τον καταραμένο Ιούλιο που έφυγαν και οι τρεις, ο Δημήτρης ήταν ο μόνος που δεν ακολουθήσαμε μέχρι την τελευταία του κατοικία. Οι γονείς του αποφάσισαν να τον κηδέψουν στο χωριό...
Ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να τον αποχαιρετήσω όπως τον Λευτέρη και τον Βαγγέλη.
Ποτέ όλα αυτά τα χρόνια δεν μπόρεσα να πάω κοντά του, να του μιλήσω. Να του πω τα νέα μου. Να νοιώσω λιγάκι ξανά έφηβος, να φέρω στο μυαλό τις βλακείες που κάναμε, που τώρα που το σκέφτομαι, είναι η μεγαλύτερη μου περιουσία που απέκτησα στα σχολικά μου χρόνια.
Να του πω πως κατά βάθος τον ζηλεύω που εκείνος παρέμεινε 18 ενώ εγώ μεγάλωσα, γκριζάρισαν τα μαλλιά μου και αγωνίζομαι στην θολή καθημερινότητα να μην ξεχάσω το παρελθόν, τις στιγμές που ζήσαμε που και εμένα κρατάνε ζωντανό και εκείνους έστω και μέσα στο μυαλό μου.
Να του πω πως ο ανιψιός του ήταν συμμαθητής με τον γιό μου και πως τα μάτια μου βούρκωσαν όταν άκουσα την Ευτυχία να τον φωνάζει "Δημήτρη"....
Φέτος, μετά από 24 χρόνια αποφάσισα πως θα έπρεπε πλέον να εκπληρώσω το χρέος μου, του το είχα υποσχεθεί άλλωστε κι εκείνη τη μέρα που τον είδα για τελευταία φορά στο πατρικό του.
Μπήκα στο δρόμο απόγευμα, ολομόναχος, αποφασισμένος να μην σταματήσω πουθενά παρά μόνο στο Κράσι. Σταμάτησα στο δρόμο, αγόρασα ένα πακέτο Camel και ένα κουτί, τί άλλο, σπίρτα.
Στην είσοδο του χωριού λίγο πριν από το πλατάνι της πλατείας είναι το κοιμητήριο. Ανέβηκα τα σκαλιά, η πόρτα έτριξε καθώς την έσπρωξα για να ανοίξει.
Ο Δημήτρης πρώτος πρώτος με υποδέχτηκε χαμογελαστός όπως εκείνη τη μέρα στην κατάληψη.
Άνοιξα τα τσιγάρα, γύρισα ανάποδα το πρώτο στο πακέτο, πάντα το έκανε αυτό ο Δημήτρης.
"-Φιλαράκι ήρθα. Καθυστέρησα αλλά ήρθα."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου