Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Καλοκαίρια στο Τσαλικάκι...


Αριστερά η παράγκα, στη μέση η μία ελια, η κούνια στηρίζεται
στην άλλη και δεξιά στο βάθος το αμπέλι

Ο Αύγουστος είναι ο μήνας των παιδικών μου αναμνήσεων.
Πώς να ξεχάσω τόσες θύμησες που είναι μαζεμένες στο μυαλό μου;
Θυμάμαι τις μέρες που ζούσαμε με τον παππού και τη γιαγιά στην παράγκα τους στο Τσαλικάκι. Τότε που κοιμόμασταν όλα τα αδέρφια αγκαλιά στα παλιά μεταλλικά κρεβάτια, προίκα της γιαγιάς. Θυμάμαι το παλιό φανάρι του πετρελαίου και τον «αγώνα» που έδινε κάθε βράδυ ο παππούς για να το ανάψει! Και όταν πλέον τα κατάφερνε, θυμάμαι την ευχαρίστησή μας που γέμιζε ο τόπος φως και καθόμασταν όλοι μαζί γύρω από το αυτοσχέδιο ξύλινο τραπέζι για να φάμε, να πούμε ιστορίες. Για να γελάσουμε μέχρι να κλείνουν τα μάτια μας από τη νύστα, ή μέχρι να μας σβήσει ο παππούς το παλιό φανάρι για να αναγκαστούμε να πάμε για ύπνο!
Θυμάμαι τη μυρωδιά που είχε η παράγκα τα πρωινά που έπεφταν στην οροφή της οι πρώτες ακτίνες φωτός. Μύριζε ζεστό πλαστικό, από τον μουσαμά που χρησιμοποιούσε ο παππούς για να σφραγίζει τις χαραμάδες στα τοιχώματα της παράγκας για να μην μπαίνει ο αέρας και κρυώνουμε το βράδυ. Και μετά, θυμάμαι το ξύπνημα με την μυρωδιά από τον καφέ και το κακάο  που έφτιαχνε το πρωί η γιαγιά πριν ξεκινήσει ο… «καυγάς» μεταξύ μας για το ποιος από όλους θα χρησιμοποιούσε για το πρωινό του ρόφημα τη «χειλού», την πορσελάνινη φλιτζάνα με τα χοντρά τοιχώματα, σαν σαρκώδη χείλη. Ήταν τότε που τα παιδιά ψάχναμε ασήμαντες αφορμές για αντιπαράθεση, λες και ήταν απαραίτητο συστατικό για να δέσει η καθημερινότητά μας.
Θυμάμαι το βορεινό παράθυρο της παράγκας, πάνω από το κρεβάτι που κοιμόταν η γιαγιά, το ανοίγαμε κάθε πρωί  και η ματιά μας έφτανε μέχρι τη θάλασσα για να δούμε τον κυματισμό, κριτήριο για το αν θα πηγαίναμε για μπάνιο. Κάπου εκεί δίπλα είχαμε χαράξει όλα τα αδέρφια το όνομά μας, χάθηκαν τα χαράγματα με τα χρόνια, χάθηκε και η θάλασσα από το παράθυρο καθώς γέμισε ο ορίζοντας πολυώροφα σπίτια.

Θυμάμαι ακόμα μια χρονιά που μέναμε στην παράγκα, αρχές Σεπτέμβρη πρέπει να ήταν, που έπιασε ξαφνικά μια καλοκαιρινή μπόρα, η παράγκα άρχισε να μπάζει νερό από παντού και ο παππούς με την γιαγιά από τη μια έτρεχαν πανικόβλητοι να βρούν ένα μεταφορικό μέσο να μας μαζέψει να μας πάει στο πατρικό μας και από την άλλη προσπαθούσαν να σώσουν ό,τι προλάβαιναν από το καλοκαιρινό νοικοκυριό που έγινε μούσκεμα!
Πώς αλήθεια γίνεται να ξεχάσω τον τρύγο, ευλόγησε και τη δική μου γενιά αυτή η πανάρχαια ιερή τελετουργία. Το αμπέλι μας στο Τσαλικάκι δεν ήταν μεγάλο, όμως ο παππούς το αγαπούσε και το φρόντιζε όσο του επέτρεπαν οι γνώσεις και η εμπειρία του. Ήταν η μόνη του περιουσία αυτό το αμπέλι, προίκα της της γιαγιάς μου, η μόνη του ασχολία μετά την συνταξιοδότηση.
Πώς να ξεχάσω το πρωινό στο αμπέλι τη μέρα του τρύγου, τη μυρωδιά του ώριμου σταφυλιού που γέμιζε τα ρουθούνια. Τη ζέστη του Αυγούστου. Τα δεκάδες ζωύφια που μας «πολιορκούσαν» προκαλώντας μας πανικό, άμαθοι όπως ήμασταν στη ζωή της εξοχής. Πώς να ξεχάσω τα «τσιγκάκια», τα πλαστικά καλάθια που κουβαλούσαν οι μεγάλοι τα κομμένα σταφύλια, την «αλουσά», το υγρό που βουτούσαν τα σταφύλια για να σταφιδιάσουν, τα «τσαπράζια», τα κυρτά μαχαίρια που χρησιμοποιούσαν για να κόβουν τα σταφύλια, πόλεμος γινόταν θυμάμαι κάθε χρονιά για το ποιος θα πάρει ποιο τσαπράζι από αυτά που φύλαγε ο παππούς πάνω από την πόρτα της παράγκας!
Θυμάμαι τα χέρια μου που ήταν γεμάτα πληγές από το τσαπράζι, την κοιλιά που μου πονούσε από τα πολλά σταφύλια που είχα φάει όλη την ημέρα. Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω το μεσημεριανό φαγητό κάτω από τη σκιά της εκατοντάχρονης ελιάς δίπλα στην παράγκα που κατά κανόνα περιελάμβανε μακαρόνια με κιμά και χωριάτικη σαλάτα! Θυμάμαι όλοι, συγγενείς και εργάτες, καθόμασταν γύρω από το χαμηλό τραπέζι για να φάμε και τις περισσότερες φορές, όλοι προτιμούσαν τις «βουτιές» στην πλούσια σαλάτα αντί για την μακαρονάδα που μύριζε βούτυρο!
Δεν πρόκειται ποτέ όσο ζω να ξεχάσω το αμπέλι μας στο Τσαλικάκι που το ξεπατώσαμε για χάρη μιας επιδότησης, την παράγκα μας που την γκρεμίσαμε για χάρη της ρυμοτόμησης, τις δυο γέρικες ελιές που τις κόψαμε για καυσόξυλα.
Το αμπέλι αν και γέρικο μας χάριζε καρπούς μέχρι την τελευταία στιγμή της ύπαρξής του.
Η παράγκα μέχρι που άρχισε να καταρρέει από την εγκατάλειψη, ποτέ δεν αρνήθηκε την φιλοξενία κάτω από την στέγη της.
Οι ελιές μας αν και εκατοντάχρονες ποτέ δεν αρνήθηκαν σε κανέναν τη σκιά, τη δροσιά, την ηρεμία που χάριζε η φυλλωσιά τους, τον ήχο που μοίραζαν απλόχερα όταν το καλοκαιρινό αεράκι τους χάιδευε τα γερασμένα κλαδιά….




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου