Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

Αιχμάλωτος της μοναξιάς (Μέρες καραντίνας του 2020...)


 Ήταν οι μέρες οι καταραμένες της πρώτης καραντίνας, πίσω στο 2020.
Ήταν οι μέρες οι παράξενες που αρχίσαμε να κοιτάζουμε τους ανθρώπους καχύποπτα, τότε που αρχίσαμε να κρατάμε ακόμα μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ μας, κάθε επαφή την ποινικοποιήσαμε και σταματήσαμε να αγγίζουμε όσους αγαπάμε.
Τότε που μπήκαν στη ζωή μας οι μάσκες, τα αντισηπτικά σπρέι, τότε που σας άλλοι «Κατακουζηνοί»
που κάποτε θεωρούσαμε γελοίες καρικατούρες, αρχίσαμε να απολυμαίνουμε τα πάντα πριν τα ακουμπήσουμε.
Ήταν τότε που η πανδημία της covid 19 με έθεσε υπό περιορισμό στα σπίτια μας.
Διέξοδο; Ποιο διέξοδο να βρει κανείς κλεισμένος κατ’ ανάγκη σε ένα σπίτι; Κάποιοι θυμήθηκαν τα σκονισμένα λογοτεχνικά τους βιβλία, άλλοι τα ξεχασμένα για χρόνια στην αποθήκη παζλ, άλλοι πάλι ανακάλεσαν την αγάπη τους για την μαγειρική και την ζαχαροπλαστική.
Εγώ πάλι, συνέχισα να τρέχω… Χρειάστηκε βέβαια να αλλάξω κάποιες από τις δρομικές μου συνήθειες καθώς το χρονικό περιθώριο που επιτρεπόταν ήταν στενό ενώ και τα στάδια είχαν κλείσει, παρόλο που δυσκολεύτηκα να συνηθίσω, τελικά όλα είναι μέσα στο μυαλό μας.
Το τρέξιμο στην καραντίνα ήταν πέρα από ένα σημαντικό διέξοδο και μια ευκαιρία να γνωρίσω την τότε γειτονιά μου, να μάθω τους δρόμους και τις αλάνες, να παρατηρήσω τα σπίτια, να συναντήσω πτυχές της ζωής στις Μεσαμπελιές που δεν είχα καν φανταστεί ότι υπήρχαν.
Τα απογεύματα εκείνα του τρεξίματος της καραντίνας γνώρισα τον Ευγένιο, όνομα και πράγμα, ευγενέστατο γιο μικρασιατών προσφύγων που με δική του πρωτοβουλία είχε υιοθετήσει ένα κομμάτι του πάρκου της οδού Ερυθραίας και το περιποιόταν λες και ήταν ο κήπος του. Σκάλιζε, πότιζε, φύτευε κάθε μέρα ακόμα περισσότερα λουλούδια κι έφτασε να φτιάξει μια μικρή όαση ομορφιάς απέναντι από το σπίτι του μόνο και μόνο για να «πίνει το απογευματινό του καφεδάκι», όπως μου εξομολογήθηκε μια μέρα που στάθηκα για να γεμίσω το παγούρι μου από από το λάστιχο του ποτίσματος.
Λίγο παραπάνω γνώρισα την κυρία Ανθούλα, συνταξιούχο δασκάλα που, αφού τα χρόνια της και η υπομονή που όπως μου έλεγε «την είχε εγκαταλείψει», δεν της επέτρεπαν να διδάσκει πλέον, αποφάσισε να μάθει την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών στην αυλή της! Και ειλικρινά, τα κατάφερνε τόσο καλά, ήταν αξιοζήλευτος ο τρόπος που τους έδινε ζωή, ο τρόπος που τα άγγιζε, τα πότιζε, με αγάπη και μεράκι για κάτι που ουσιαστικά της ήταν άγνωστο αλλά αρνιόταν να παρατήσει! Και όταν τέλειωνε τη φροντίδα, η κυρία Ανθούλα έβαζε μια μισοσπασμένη καρέκλα στην μέση του κήπου, καθόταν κι αφού άνοιγε το ραδιοφωνάκι της στο 2 ο πρόγραμμα, τραγουδούσε με την Σοφία Βέμπο, τη Δανάη και την Φλέρυ Νταντωνάκη στις ντομάτες, τα πεπόνια και τα κολοκύθια της.
«-Δεν έχει φάει πιο γλυκιές μελιτζάνες», μου έλεγε. «-Η μουσική τις γλυκαίνει!»
Τις μέρες εκείνες τις αποπνικτικές που έβγαινα για τρέξιμο στη γειτονιά κι εκτός από το παγούρι, το νερό και το ραδιοφωνάκι μου έπρεπε να έχω και την ταυτότητά μου μαζί, γνώρισα τον Γιώργο, μια φιγούρα βγαλμένη από άλλο κόσμο, έναν άνθρωπο εικόνα και ομοίωση ενός παραμυθιού με νεράιδες και ξωτικά και μορφές θεϊκές, αινιγματικές.
Ο Γιώργος δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά.
Ο Γιώργος ήταν άστεγος αλλά όχι οποιοσδήποτε άστεγος.
Ο Γιώργος ήταν άστεγος λόγω μοναξιάς.
Κυριακή μεσημέρι πρέπει να ήταν όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά, καθόταν σε ένα κομμάτι ξύλο κάτω από τη γέφυρα της Κνωσού όπου βρίσκεται μια μεγάλη αλάνα που σταθμεύουν νταλίκες και μεγάλα φορτηγά. Στα πόδια του τρίβονταν δύο σκουρόχρωμες γάτες ικετεύοντας για φαγητό.
Παραδίπλα ένα μαλλιαρός σκυλάκος συμπλήρωνε το σκηνικό.
Καθώς τον κοιτάσα, σήκωσε το χέρι του και μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Έσβησε το τσιγάρο που
κάπνιζε και σήκωσε την χειρουργική μάσκα που ακουμπούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή στο πηγούνι του για να καλύψει στόμα και μύτη.
«-Γιώργος.», μου είπε ξερά.
«-Μάριος.», του απάντησα.
Μου ζήτησε τσιγάρο, αλλά έδειξε να το μετανιώνει αμέσως.
Τον ρώτησα αν χρειαζόταν κάτι άλλο, έδειχνε να το σκέφτεται.
«-Θα μου φέρεις ένα εσπρεσσάκι;» και μου έδειξε την καντίνα λίγα μέτρα παραπέρα.
Το έκανα, με ευχαρίστησε, έκανα να του δώσω το χέρι για να επισφραγίσουμε τη γνωριμία, τραβήχτηκε.
«-Έχουμε πανδημία», παρατήρησε.
Έφυγα για να συνεχίσω την προπόνησή μου.
Μετά από μερικές μέρες τον συνάντησα ξανά, στο ίδιο σημείο, κάπνιζε, οι γάτες έτρωγαν τα υπολείμματα του μεσημεριανού του. Ο σκυλάκος ήταν άφαντος.
Μου έκανε νεύμα ξανά.
«-Να σου φέρω καφεδάκι;», τον ρώτησα.
Έγνεψε αρνητικά, φαινόταν άκεφος, στεναχωρημένος.
Συνέχισε το τσιγάρο του, δεν φορούσε πλέον μάσκα.
«-Πού μένεις;» με ρώτησε.
Του έδειξα το βάθος του δρόμου για να τον αποφύγω, ενοχλήθηκα, θεώρησα την ερώτησή το αδιάκριτη.
Όταν μετά από κάμποση ώρα γύρισα στο σπίτι, τον έφερα στο μυαλό μου, ο ουρανός είχε αρχίσει να χαμηλώνει, ερχόταν βροχή, πού θα περνούσε τη νύχτα; Το σημείο που τον συνάντησα βρεχόταν από παντού, το μπουφάν που φορούσε φαινόταν λίγο για να τον προστατεύσει. Πήρα το αυτοκίνητο, πήγα στο πάρκο, ήταν εξαφανισμένος, το σκοτάδι είχε καλύψει τα πάντα. Φώναξα το όνομά του, τίποτα. Χοντρές ψιχάλες έπεσαν στο πρόσωπό μου.
Ξημέρωσε Κυριακή, στο σπίτι τηγανήσαμε ψάρι και πατάτες. Βάλαμε με τα παιδιά μια μερίδα, λίγο ψωμί, μερικά πορτοκάλια και ξεκινήσαμε για το πάρκο. Με είδε από μακριά, μου έγνεψε ξανά, κινήθηκα προς το μέρος του, τον χαιρέτησα και του έδωσα τη σακούλα. Δεν γύρισε καν να την κοιτάξει, δεν ενδιαφέρθηκε για το περιεχόμενό της. Έπιασε ένα πορτοκάλι βιαστικά και βάλθηκε να το καθαρίσει με τα δάχτυλά του. Μου ζήτησε τσιγάρο ξανά, του έδειξα τα πόδια μου, κατάλαβε.
Η συμπεριφορά του με ξένισε, τόσο που ρώτησα όσους γνωστούς είχα στη γειτονιά μήπως γνώριζαν κάτι περισσότερο.
Η αλήθεια που έμαθα ήταν πιο σκληρή από την πραγματικότητα όπως είχε διαμορφωθεί στο μυαλό μου.
Ο Γιώργος δεν ήταν άπορος.
Ο Γιώργος δεν ήταν άστεγος.
Ο Γιώργος ήταν κάτι τόσο θεωρητικά απλό, όμως τόσο πραγματικά σκληρό και απάνθρωπο.
Ο Γιώργος ήταν αιχμάλωτος της μοναξιάς.
Γόνος μια σχετικά εύπορης οικογένειας της περιοχής, έχασε τους γονείς του λίγο καιρό πριν και ζούσε στην ίδια, ιδιόκτητη πολυκατοικία με την αδερφή του. Καθένας τους κρατούσε από ένα οροφοδιαμέρισμα, η αδερφή του με την οικογένειά της, ο Γιώργος μόνος μιας και δεν παντρεύτηκε ποτέ. Τα τελευταία χρόνια ήταν σε μια διαρκή και αυξανόμενης έντασης σύγκρουση μεταξύ τους με την γειτονιά να γίνεται μάρτυρας των ομηρικών τους καυγάδων και των ακραίων συγκρούσεων.
«-Θέλει να μου πάρει το σπίτι», έλεγε και ξανάλεγε ο Γιώργος στις γειτόνισσες που έδειχναν να τον συμπονάνε και να παίρνουν το μέρος του.
«-Έχει βρωμίσει τον κόσμο, δεν μπορώ να βγω στο μπαλκόνι μου!», έλεγε και η αδερφή του από τη μεριά της, δείχνοντας στους περαστικούς τα μαυρισμένα από τη βρωμιά κουφώματα του μπαλκονιού του αδερφού της καθώς και τα περιττώματα από τις γάτες που κατέβαιναν από τις υδροροές με τη βροχή.
Μια από τις γειτόνισσες που ζούσε το δράμα από το απέναντι μπαλκόνι με πλησίασε και προσπάθησε ψιθυρίζοντας να μου πει λεπτομέρειες.
«-Δεν είναι άστεγος, σπίτι έχουν, μετρητά στην τράπεζα δεν το χωράει μυαλό σου πόσα. Να την αποφύγει προσπαθεί, δεν την αντέχει.
Ο Γιώργος πνιγμένος από την κατάσταση, ξυπνούσε κάθε πρωί στις 6 και πήγαινε 200 μέτρα πιο πέρα από το σπίτι του στο πάρκο όπου τον είχα συναντήσει ξανά και ξανά. Έμενε εκεί όλη την ημέρα, έτρωγε ότι του έδιναν οι γείτονες και οι περαστικοί, τάιζε τις γάτες και τα σκυλιά που τον ακολουθούσαν και καμιά φορά τα μεσημέρια κοιμόταν στην καρότσα ενός εγκαταλελειμμένου φορτηγού λίγο πιο δίπλα. Το βράδυ, όταν πλησίαζε η ώρα την απαγόρευσης κυκλοφορίας, μάζευε τα πράγματά του και γυρνούσε στο διαμέρισμα του για να κοιμηθεί μέχρι την επόμενη που ακολουθούσε το ίδιο πρόγραμμα.
Ο Γιώργος είναι ο πιο άστεγος άνθρωπος από όσους έχω συναντήσει.
Η ιστορία του παρόλο που δεν είχε πείνα, κακουχίες, βρώμικα ρούχα, παρόλο που την ταλαιπωρία που ζούσε την προκαλούσε ο ίδιος στον εαυτό του, είναι για μένα από τις πιο τραγικές ιστορίες ανθρώπων που έχω συναντήσει.
Είναι μια ιστορία ποτισμένη σε κάθε της παράγραφο με χοντρές σταγόνες μοναξιάς.
Ο Γιώργος ήταν ένας άστεγος της ζωής, της καθημερινότητας.
Μετά την καραντίνα, έπαψα να τον συναντώ τακτικά. Η περίοδος εκείνη συνέπεσε με έναν τραυματισμό που είχα και με κράτησε λίγο καιρό μακριά από τις προπονήσεις. Κάποια απογεύματα που βγήκα για χαλαρό περπάτημα στη γειτονιά, είδα το σημείο που συνήθιζε να κάθεται να έχει διαμορφωθεί διαφορετικά, κάποιες πέταξε στα σκουπίδια τις κούτες που είχε μαζέψει, κάποιοι καθάρισαν τον χώρο, μάζεψαν όλες τις ακαθαρσίες.
Ένα απόγευμα πέρασα έξω από το σπίτι του. Τα κουφώματα ήταν καθαρά, τα ντουβάρια φρεσκοβαμμένα, είδα ένα νεαρό κορίτσι να σφουγγαρίζει το μπαλκόνι. Χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου.

Προχτές τον συνάντησα τυχαία μετά από πολύ καιρό.
Στεκόταν σε ένα συρμάτινο φράχτη δίπλα στο πάρκο, λίγο παραπάνω από το παλιό του καταφύγιο.
Κρατούσε ένα καρβέλι ψωμί και το μοίραζε στις κοτούλες που ήταν πίσω από τον φράχτη. Κάπνιζε.
Τον φώναξα, γύρισε, ανταπέδωσε με ένα βαριεστημένο βλέμμα και συνέχισε ό,τι έκανε.
Ρίγησα.
Νόμιζα ότι στη ζωή μου είχα βιώσει τόση μοναξιά που μπορούσα να διακρίνω πότε ένας άνθρωπος νοιώθει μόνος.
Όμως, ο Γιώργος δεν ήταν απλά μόνος.

Τον είχε καταπιεί η μοναξιά….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου