Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Ταχίνι με κακάο... (Η γιαγιά μου)

 


Την είδα για τελευταία φορά στις αρχές του Δεκέμβρη του 2004.
Καθόταν στο πλάι του κρεβατιού της, υποτονική, ταλαιπωρημένη από το καρδιακό επεισόδιο που είχε πάθει.
Δεν μιλούσε.
Το βλέμμα της ήταν θλιμμένο.
Στα χέρια της κρατούσε ένα εργόχειρο που πάσχιζε να τελειώσει τις τελευταίες μέρες, έκανε δυο βελονιές κι έπειτα σταματούσε, έκλεινε τα μάτια και έγερνε το κεφάλι της στον ώμο, λες και οι δύο αυτές βελονιές την είχαν εξουθενώσει. Μετά από μερικά λεπτά τα μάτια άνοιγαν ξανά, το κεφάλι ερχόταν στη θέση του, οι επόμενες δύο βελονιές σχημάτιζαν μισό κόμπο στο πλεκτό και πάλι από την αρχή...
Εκείνο το απόγευμα ήταν το τελευταίο της ζωής της.
Ήταν η Δάφνη, η μητέρα της μάνας μου.
Η γιαγιά μου.

Η γιαγιά μου γεννήθηκε το 1921 στη Σμύρνη. Μετανάστες εκεί οι γονείς της, ο πατέρας της από την Χίο και η μάνα της κρητικιά, η Γη της Επαγγελίας ήταν τότε η Μικρασία για τους Έλληνες, έψαξαν κι εκείνοι την τύχη τους στα χώματα εκείνα.
Δούλεψαν, έκαναν περιουσία, γέννησαν παιδιά, όμως ο ξεριζωμός τους πρόλαβε και βρέθηκαν πρόσφυγες στην Κρήτη, κυνηγημένοι και πάμπτωχοι, από «Γκιαούρηδες» έγιναν εν μία νυκτί «Τουρκόσποροι» στη γη των προγόνων τους.
Με τα ανταλλάξιμα εγκαταστάθηκαν στο προάστιο της Φορτέτσας όπου ρίζωσαν, έκαναν κι άλλα παιδιά κι εγγόνια και δισέγγονα.
Η γιαγιά μου ήταν η μεγαλύτερη κόρης της οικογένειας και όπως ήταν συνηθισμένο τα χρόνια εκείνα, δεύτερη μάνα ήταν για τα αδέρφια της, σχολείο δεν πήγε για να βοηθήσει στην ανατροφή των μικρότερων. Έμεινε αμόρφωτη αλλά όχι απαίδευτη, ποτέ δεν άνοιγε το στόμα της να πει πράγματα ασυνάρτητα, ανούσιες κουβέντες που θα προσέβαλλαν τον συνομιλητή της. Η «ευθύνη» που ένοιωθε για τα αδέρφια της την ακολουθούσε σε όλη της την ζωή, μόνιμος λόγος προστριβής με τον παππού που προφανώς ένοιωθε «δεύτερος», κομπάρσος στη σχέση τους, ευχή και κατάρα η πατρική της γραμμή που μόνο ο θάνατος τη διέκοψε.
Η γιαγιά μου ήταν καταπληκτική μαγείρισσα, την Σμυρναίικη καταγωγή της χρησιμοποιούσαμε για να αιτιολογήσουμε την ψυχή και σώμα ενασχόλησή της με το καθημερινό γεύμα, όμως η αληθινή αιτία ήταν ότι απλά, αγαπούσε το νόστιμο φαγητό. Να φας στο σπίτι της ανάλατο πιάτο; Δεν υπήρχε περίπτωση! Να φας πιάτο που να μην είναι γεμάτο με σκόρδο, κρεμμύδι, πηχτή κόκκινη σάλτσα, μπαχαρικά και μυρωδικά; Αδιανόητο! Ακόμα θυμάμαι τα σμυρνέικα σουτζουκάκια που έφτιαχνε, βόμβα χοληστερίνης κανονική, όμως η νοστιμιά τους ήταν εξωπραγματική!
«-Θα φάω κι ας πεθάνω!», έλεγε όταν προσπαθούσαμε σε προχωρημένη πια ηλικία να την συνετίσουμε για τις διατροφικές της συνήθειες.
Μικρός ήμουν πολύ ασθενικός, θυμάμαι πονούσε συνέχεια ο λαιμός μου, ο ξερός βήχας και ο πυρετός δεν μου έλειπαν, ούτε κι εγώ ξέρω πόσες φυάλεςCholedylκαι Amoxilείχα καταναλώσει στην παιδική μου ηλικία, τώρα που το σκέφτομαι ίσως να μου έβγαινε σε καλό η αναζήτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των εταιρειών που παρασκεύαζαν τα δύο αυτά φάρμακα, με τόση κατανάλωση πρέπει να κατέχω δικαιωματικά ένα σημαντικό μέρος των μετοχών τους!
Κάποιες από τις φορές που το κρυολόγημα μου βρισκόταν σε έξαρση, οι γονείς μου χρειάστηκε να ταξιδέψουν στην Αθήνα για ιατρικές εξετάσεις που έκανε ο πατέρας μου σε τακτική βάση. Επιστρατευόταν τότε η αγκαλιά της γιαγιάς για να με προσέχει, όχι μεταφορικά αλλά στην κυριολεξία. Η γιαγιά μου ένοιωθε βαρύ το χρέος της ανατροφής μου έστω και για λίγες μόνο μέρες και αγωνιούσε μην τυχόν και μου λείψει κάτι, να μην πεινάσω, να μην κρυώνω, άναβε από νωρίς τη σόμπα του πετρελαίου στο κουζινάκι της και καθόταν να παίξει μαζί μου χαρτιά για να απασχολήσει το μυαλό μου από την απουσία των γονιών. Τις νύχτες που ο βήχας γινόταν ανυπόφορος σε σημείο να μου χαλάσει τον ύπνο, ήταν εκεί για να μου δώσει μια κουταλιά μέλι να γλυκάνει ο λαιμός, να μου βάλει ένα πανί με οινόπνευμα στο στήθος και να με κλείσει στην πελώρια αγκαλιά της για να διώξει το κακό μακριά.
Όταν πλησίαζε το Πάσχα, θεοφοβούμενη γαρ, η γιαγιά τηρούσε κάθε χρόνο ευλαβικά τη νηστεία της σαρακοστής χωρίς καμία παρασπονδία. Δεν έβαζε κρέας στο σπίτι για 40 μέρες, τα γαλακτοκομικά ήταν μόνο για τον παππού ενώ κάθε Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγε ούτε λάδι. Κάθε βράδυ απαραίτητα άναβε το καντήλι που είχε στο εικονοστάσι και θυμιάτιζε για να διώξει τα «κακά πνεύματα», έλεγε, για να μνημονεύσει τους δικούς της νεκρούς το έκανε στην πραγματικότητα αφού, όση ώρα περιφερόταν στο σπίτι με το λιβάνι, σταυροκοπιόταν και σιγοψιθύριζε τα ονόματα του πατέρα, της μάνας και των αδερφάδων της. Μια τ’ ορκίζομαι την άκουσα να αναφέρει και τις αδερφές του πατέρα μου την Πόπη και τη Φλουρή.
«-Η μάνα τους είναι κατάκοιτη και δεν μπορεί να θυμιάσει παιδί μου» μου είχε πει όταν τη ρώτησα.
Μια εβδομάδα πριν το Πάσχα εκείνης της χρονιάς της ανακοίνωσα θριαμβευτικά ότι θα νήστευα κι εγώ για να μεταλάβουμε μαζί. Έλαμψε το πρόσωπό της! Είδες τις νουθεσίες της να πιάνουν τόσο, έστω και στο τελευταίο της εγγόνι!
«-Νήστεψε παιδί μου κι εγώ κάθε πρωί που θα φεύγεις για το σχολείο θα σου έχω έτοιμο κακάο με το ταχίνι για να σε κρατάει μέχρι το μεσημέρι!»
Έτσι κι έκανε. Κάθε πρωί με περίμενε στη γωνιά του σπιτιού της με την καλή κουβέντα για να με βάλει μέσα.
«-Καλώς το το αντράκι μου! Έτοιμο το κακάο!»
Ακόμα και αυτό το ταπεινό ρόφημα, δυο κουταλιές ταχίνι, μια κακάο, μια μέλι και ένα ποτήρι νερό, ήταν σκέτο βάλσαμο από τα χέρια της γιαγιάς Δάφνης. Πλημμύριζε γεύσεις αντίθετες αλλά τόσο αρμονικά ταιριασμένες το στόμα, γλύκα-πίκρα-στιφάδα που από τον ουρανίσκο περνούσε στο στομάχι κι από εκεί στο υπόλοιπο σώμα ακαριαία, σαν καύσιμο που άπλωνε την ενέργειά του παντού!
Έχω χιλιάδες αναμνήσεις από την γιαγιά μου, χιλιάδες και η καθεμία ξεχωριστή, ιδιαίτερη, διαφορετική σχέση με κάθε άλλη. Θυμάμαι Χριστούγεννα στη μεγάλη κάμαρη του σπιτιού της την πρώτη φορά που δοκίμασα από το χέρι της, κρυφά από τη μάνα, κονιάκ τριών αστέρων! Θυμάμαι τις πασχαλιές που κουβαλούσαμε παιδιά μέχρι τον φούρνο τις λαμαρίνες με τα λαμπριάτικα τσουρέκια και τα καλιτσούνια που είχε φτιάξει για να τα ψήσει ο κύριος Γιώργος, ο φούρναρης της γειτονιάς, θυμάμαι τη μυρωδιά που γέμιζε το σπίτι της όταν τα γλυκά ήταν πλέον ψημένα, δεν πρόκειται ποτέ όσο ζω να ξεχάσω τα καλοκαίρια μαζί της στην παράγκα του παππού στο Τσαλικάκι, τη σαλάτα που μας έφτιαχνε στον τρύγο, τα μακαρόνια με κιμά που εθιμοτυπικά μαγείρευε όταν κλαδεύαμε το αμπέλι.
Όμως, αυτό που θα μου την θυμίζει πάντοτε πιο έντονα από ο,τιδήποτε άλλο, είναι η φλιτζάνα κακάο με ταχίνι που με περίμενε κάθε πρωινό της νηστείας στο μικρό της κουζινάκι.
Βλέπεις, είμαστε με τέτοιο υλικό φτιαγμένοι οι άνθρωποι που, μιας και δεν έχει φτάσει ακόμα σε τέτοιο επίπεδο η τεχνολογία, η γεύση και η όσφρηση είναι το μοναδικό μας μέσο για να ταξιδέψουμε στο παρελθόν.
Γλυκόπικρο και πεντανόστιμο παρελθόν, όπως το κακάο της γιαγιάς…


2 σχόλια: