Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022

Τα δυο τηλεφωνήματα....

Μπορεί ένα τηλεφώνημα να σου κλέψει κάτι από τη ζωή;
Μπορεί. Κάλλιστα μπορεί.
Σε μένα έχει συμβεί δυο φορές στο παρελθόν...

1995
Καλοκαίρι, ζέστη Ιουλιάτικη, αφόρητη. Ο Ήλιος έμπαινε στο δωμάτιο από την ανατολική τζαμαρία κι έκανε τον αέρα αφόρητο, αποπνικτικό.
Προσπαθούσα να ανοίξω τα μάτια μου, να στήσω το κεφάλι μου στη θέση του, να βάλω τις σκέψεις μου σε σειρά, να καταλάβω τί μέρα ήταν, ποιο έτος, ποια χρονολογία.
Το μεθύσι της προηγούμενης βραδυάς, ποιάς βραδυάς δηλαδή που είχε κρατήσει μέχρι τις 4 τα ξημερώματα κι αυτή η απρόσμενη συνάντηση με τις φιλοξενούμενες στο απέναντι από το πατρικό μου σπίτι που ήθελαν παρέα, κουβέντα, ρακί και παραμύθι, ήταν και ο λόγος που το μυαλό σήμερα αδυνατούσε να δώσει εντολές στο νευρικό σύστημα για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες της κίνησης. Το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να εκραγεί, το στόμα μου μύριζε τσιγάρο και η αναπνοή μου έζεχνε καπνό και αλκοόλ, πονούσα παντού, πονούσα και ζεσταινόμουν, ζεσταινόμουν και ο πόνος γινόταν αφόρητος και κίνηση όλο και πιο δύσκολη.
Ήταν περίπου 8. Το χτύπημα του τηλεφώνου ράγισε την ησυχία. Πετάχτηκα από το κρεβάτι λες και ήταν καταπέλτης, ήταν αυτά τα καταραμένα τα σταθερά τηλέφωνα τότε που έκαναν έναν εκνευριστικά διαπεραστικό ήχο που στο άκουσμά του σε έπιανε πανικός λες και βαρούσε συναγερμός για επικείμενη αεροπορική επιδρομή. Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου, έψαχνα τον δρόμο μέχρι το γραφείο ανάμεσα στα έπιπλα του δωματίου και τα ρούχα που είχα μοιράζει δεξιά και αριστερά το ξημέρωμα απομένοντας γυμνός.
-Ναι; Ποιός είναι;
-Ο Γιάννης είμαι ρε.
Στην αρχή δεν πίστεψα ότι ήταν ο Χατζηθωμάς επειδή δεν με είχε καλέσει ποτέ τόσο νωρίς. Από την άλλη, η φωνή του ήταν χαρακτηριστική, λεπτή αλλά βαθιά, λες και μιλούσε πάντα από τη μύτη.
-Μ' ακούς ρε;
Προσπαθούσα ακόμα να συγκροτήσω το μυαλό μου για να σχηματίσω μια ολοκληρωμένη πρόταση.
-Τι έχεις ρε παπάρα και με παίρνεις πρωί-πρωί; Καυλωμένος ξύπνησες;
Σιωπή.
Σαν να μου φάνηκε ότι άκουσα έναν λυγμό δίπλα του.
-Είμαστε εδώ με τον Γιώργο, είπε λες και άκουσε τη σκέψη μου.
Δεν είχα καταφέρει ακόμα να σχηματίσω μια λογική πρόταση.
-Τί έγινε ρε;
-Σήμερα τα ξημερώματα, ο Λευτέρης, ο Βαγγέλης και ο Δημήτρης σκοτώθηκαν. Αυτοκινητιστικό.
Με έπιασε αμοκ.
Άρχισα να ουρλιάζω.
-Τί λες ρε; Πότε; Πού; Μαλάκα Χατζηθωμά αν μου κάνετε πλάκα θα έρθω εκεί και θα σας γαμήσω!
Με μια κίνηση έκλεισα το τηλέφωνο και άναψα τσιγάρο.
Τράβηξα δυο βαθιές τζούρες, ντύθηκα και βγήκα στον δρόμο.
Ήμουν σε κατάσταση σοκ.
Δεν μπορούσα να το πιστέψω, ήμουν σίγουρος ότι μου έκαναν πλάκα, όμως από την άλλη, ποιός κάνει πλάκα με αυτά τα πράγματα;
Μου φαινόταν αδιανόητο.
Καβάλησα το παπί, πήγα στο περίπτερο της γειτονιάς, αγόρασα μια εφημερίδα, τη ξεφύλισσα επιτόπου.
Τίποτα. Καμία αναφορά.
Πήρα ξανά τον δρόμο, βρέθηκα στο σπίτι του Θάνου.|
Χτύπησα, ξαναχτύπησα, κάποια στιγμή μου άνοιξε.
-Ρε μαλάκα, δουλειά δεν έχεις πρωί πρωί;
Του εξήγησα τί είχε γίνει.
Ανοίξαμε το ραδιόφωνο.
Τίποτα.
-Μαλάκα, πλάκα σου κάνανε τα μαλακισμένα κι εσύ την κατάπιες αμάσητη!
Σήκωσα το τηλέφωνο, και πήρα στο σπίτι του Γιώργου. Απάντησε η Μαρία η αδερφή του.
Ήταν βουρκωμένη.
Κατάλαβα αμέσως.
Μου έπεσε το τηλέφωνο από το χέρι.
Γύρισα προς το μέρος του Θάνου που μου κοιτούσε αποσβολωμένος.
Τα μάτια μου πλημμύρισαν δάκρυα....

2022
Ιούνης
Τετάρτη απόγευμα
Ο καύσωνας που είχε κάνει τη μέρα ανυπόφορη αποτραβιόταν σιγά σιγά στο σκοτάδι.
Γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά, το κορμί μου βρωμούσε ιδρώτα, σκόνη και καυσαέριο. Μπήκα στο μπάνιο, ξέπλυνα τη βρωμιά  και την κούρασή και έκατσα στο μπαλκόνι να πάρω δυο ανάσες.
Την επόμενη νωρίς το πρωί πετούσα για το κεντρικό της εταιρείας στην Αθήνα για ένα προγραμματισμένο σεμινάριο. Αγωνιούσα, σκεφτόμουν ξανά και ξανά αν είχα μαζέψει όλα τα πράγματα για το ταξίδι, στο μυαλό μου τριγύριζαν σαν ατέρμονη ταινία όλα τα αντικείμενα που θα έπρεπε να βρίσκονται στη βαλίτσα μου: ξυριστικά, οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα, οδοντικό νήμα, αποσμητικό, τα ρούχα μου...
-Αυτό το παντελόνι δεν έπρεπε να το πάρω, είναι πολύ ζεστό.
Και μετά από λίγο
-Να πάρω ένα ζευγάρι αθλητικά μήπως κατέβω στον Νιάρχο για τρέξιμο;
Όλα ήταν στη θέση τους.
Πετάχτηκα πάνω! Κάτι ξεχνούσα, ήμουν σίγουρος.
Έψαξα το κινητό μου, είχα κάνει check in και για τις δύο πτήσεις.
Κοίταξα στο πορτοφόλι. Η ταυτότητά μου ήταν εκεί.
Ουφ....
Γύρισα στην καρέκλα, έκλεισα τα μάτια μου και έγειρα πίσω στον τοίχο.
Όλα ήταν εκεί.
Κι όμως, είχα μια ανησυχία που δεν έλεγε να με αφήσει.
Πήγα μέχρι το ψυγείο, έπιασα μια radler, ήπια δύο ρουφηξιές.
Ο ιδρώτας κυλούσε στο στήθος μου, σταγόνες με μοίραζαν στα δύο, από το λαιμό μέχρι την κοιλιά.
Χτύπησε το κινητό μου, δεν έδωσα σημασία. Χρειαζόμουν πέντε λεπτά με τον εαυτό μου.
Χτύπησε ξανά, επίμονα. Ο ήχος γινόταν όλο και πιο εκνευριστικός.
Το έπιασα, ήταν ο Σωτήρης, συνάδελφος από την Αθήνα.
-Έλα ρε φίλε, τί γίνεται;
Θεώρησα πως κάτι θα ήθελε να μου πει για το σεμινάριο της επόμενης, η φωνή του όμως ακουγόταν διαφορετική από τις άλλες φορές, δεν ήταν χαμογελαστή, χαρούμενη, ελαφρώς ειρωνική όπως ήταν η φωνή του Σωτήρη ακόμα και όταν ένα χρόνο πριν, οι φλόγες ακούμπησαν τους τοίχους του σπιτιού του και είδε τον χάρο με τα μάτια του.
Ήταν σπασμένη, αργόσυρτη. Μετρούσε κάθε λέξη.
- Ο Μάρκος. Είχε ένα ατύχημα πριν λίγο με το αυτοκίνητο και πρέπει να έχει χτυπήσει. Πάω στο νοσοκομείο και θα σε πάρω όταν έχω νεώτερα.
Κόπηκαν τα πόδια μου.
Ξέρεις, καμιά φορά η απόσταση από τα γεγονότα αποδυναμώνει τις αντιδράσεις. Τί θα μπορούσα να κάνω; Να καλέσω κάποιον άλλο συνάδελφο μήπως γνώριζε περισσότερα; Να πάρω την Αθηνά; Τον Στέλιο; Κι αν δεν γνώριζαν; Αν δεν είχαν ενημερωθεί ακόμη;
Η καρδιά μου κόντευε να σκάσει.
Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Ήταν ο Θόδωρος. Δεν τον άφησα να μιλήσει.
-Έλα Θόδωρε, με κάλεσε ο Σωτήρης πριν. Το έμαθα. Έχει χτυπήσει πολύ;
-Με πήραν από την τροχαία πριν ένα λεπτό. Ο Μάρκος είναι νεκρός....
Σιωπή.
Όχι μια συνηθισμένη σιωπή, αυτή η καταραμένη που σκίζει την ατμόσφαιρα από άκρη σε άκρη.
Δεν κατάφερα να πνίξω τον λυγμό μου, δεν κατόρθωσα να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Ήταν τόσο δυνατό αυτό που ένοιωθα μέσα μου που ξεχείλισε.
Έβαλα μια φωνή τόσο δυνατή που μαζεύτηκε στο μπαλκόνι όλη η γειτονιά...

Δυο τηλεφωνήματα.
Τέσσερις άνθρωποι δεμένοι μαζί με τόση αγάπη που μόνο αδέρφια μπορούν να νοιώσουν.

Ο ίδιος πόνος κι ας χωρίζουν χρόνια αμέτρητα τη μία απώλεια από την άλλη....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου